Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
α-νοι-χτός
Morphology
ανοιχτός adj.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | ανοιχτός | οι | ανοιχτοί |
Genitive | του | ανοιχτού | των | ανοιχτών |
Accusative | τον | ανοιχτό | τους | ανοιχτούς |
Vocative | | ανοιχτέ | | ανοιχτοί |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | ανοιχτή | οι | ανοιχτές |
Genitive | της | ανοιχτής | των | ανοιχτών |
Accusative | την | ανοιχτή | τις | ανοιχτές |
Vocative | | ανοιχτή | | ανοιχτές |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | ανοιχτό | τα | ανοιχτά |
Genitive | του | ανοιχτού | των | ανοιχτών |
Accusative | το | ανοιχτό | τα | ανοιχτά |
Vocative | | ανοιχτό | | ανοιχτά |
|
ανοιχτότερος adj. comp.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | ανοιχτότερος | οι | ανοιχτότεροι |
Genitive | του | ανοιχτότερου | των | ανοιχτότερων |
Accusative | τον | ανοιχτότερο | τους | ανοιχτότερους |
Vocative | | ανοιχτότερε | | ανοιχτότεροι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | ανοιχτότερη | οι | ανοιχτότερες |
Genitive | της | ανοιχτότερης | των | ανοιχτότερων |
Accusative | την | ανοιχτότερη | τις | ανοιχτότερες |
Vocative | | ανοιχτότερη | | ανοιχτότερες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | ανοιχτότερο | τα | ανοιχτότερα |
Genitive | του | ανοιχτότερου | των | ανοιχτότερων |
Accusative | το | ανοιχτότερο | τα | ανοιχτότερα |
Vocative | | ανοιχτότερο | | ανοιχτότερα |
|
Synonyms - Antonyms
ανοιχτός adj.
- S: ανοιγμένος: ανοιχτή πόρτα A: κλειστός1
- S: ξεσκέπαστος, ασκέπαστος, ακάλυπτος1, ξεβούλωτος A: σκεπασμένος
- S: ξεκούμπωτος: ανοιχτό πουκάμισο A: κουμπωμένος
- S: ξεδιπλωμένος, απλωμένος: ανοιχτά πανιά A: διπλωμένος
- S: αναμμένος: ανοιχτό φως A: σβηστός
- S: σε λειτουργία: Τα καταστήματα είναι ανοιχτά κάθε πρωί. A: κλειστός4, εκτός λειτουργίας
- S: ανθισμένος: ανοιχτό λουλούδι
- S: ανεπούλωτος: ανοιχτή πληγή A: επουλωμένος
- S: ευρύς1, πλατύς2, ελεύθερος3, ανεμπόδιστος: ανοιχτός ορίζοντας
- S: δημόσιος3: ανοιχτή συζήτηση
- S: διαθέσιμος: Είμαι ανοιχτός για συζήτηση.
- S: ανοιχτόκαρδος, εξωστρεφής, εκδηλωτικός, κοινωνικός
- S: εκκρεμής, ανεπίλυτος: ανοιχτό πρόβλημα
- S: ανοιχτόχρωμος: μάτια γαλάζια ανοιχτά A: σκούρος
EXPR: βγαίνω στ' ανοιχτά, μένω με ανοιχτό το στόμα
5 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.