Lexiscope: κοινωνικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κοι-νω-νι-κός

Morphology

κοινωνικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκοινωνικόςοικοινωνικοί
Genitiveτουκοινωνικούτωνκοινωνικών
Accusativeτονκοινωνικότουςκοινωνικούς
Vocative κοινωνικέ κοινωνικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκοινωνικήοικοινωνικές
Genitiveτηςκοινωνικήςτωνκοινωνικών
Accusativeτηνκοινωνικήτιςκοινωνικές
Vocative κοινωνική κοινωνικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκοινωνικότακοινωνικά
Genitiveτουκοινωνικούτωνκοινωνικών
Accusativeτοκοινωνικότακοινωνικά
Vocative κοινωνικό κοινωνικά

κοινωνικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκοινωνικότεροςοικοινωνικότεροι
Genitiveτουκοινωνικότερουτωνκοινωνικότερων
Accusativeτονκοινωνικότεροτουςκοινωνικότερους
Vocative κοινωνικότερε κοινωνικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκοινωνικότερηοικοινωνικότερες
Genitiveτηςκοινωνικότερηςτωνκοινωνικότερων
Accusativeτηνκοινωνικότερητιςκοινωνικότερες
Vocative κοινωνικότερη κοινωνικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκοινωνικότεροτακοινωνικότερα
Genitiveτουκοινωνικότερουτωνκοινωνικότερων
Accusativeτοκοινωνικότεροτακοινωνικότερα
Vocative κοινωνικότερο κοινωνικότερα

κοινωνικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκοινωνικότατοςοικοινωνικότατοι
Genitiveτουκοινωνικότατουτωνκοινωνικότατων
Accusativeτονκοινωνικότατοτουςκοινωνικότατους
Vocative κοινωνικότατε κοινωνικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκοινωνικότατηοικοινωνικότατες
Genitiveτηςκοινωνικότατηςτωνκοινωνικότατων
Accusativeτηνκοινωνικότατητιςκοινωνικότατες
Vocative κοινωνικότατη κοινωνικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκοινωνικότατοτακοινωνικότατα
Genitiveτουκοινωνικότατουτωνκοινωνικότατων
Accusativeτοκοινωνικότατοτακοινωνικότατα
Vocative κοινωνικότατο κοινωνικότατα

Synonyms - Antonyms

κοινωνικός adj.

Sανοιχτός12, εξωστρεφής Aαντικοινωνικός, ακοινώνητος1


9 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.