Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
α-ντι-κοι-νω-νι-κός
Morphology
αντικοινωνικός adj.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | αντικοινωνικός | οι | αντικοινωνικοί |
Genitive | του | αντικοινωνικού | των | αντικοινωνικών |
Accusative | τον | αντικοινωνικό | τους | αντικοινωνικούς |
Vocative | | αντικοινωνικέ | | αντικοινωνικοί |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | αντικοινωνική | οι | αντικοινωνικές |
Genitive | της | αντικοινωνικής | των | αντικοινωνικών |
Accusative | την | αντικοινωνική | τις | αντικοινωνικές |
Vocative | | αντικοινωνική | | αντικοινωνικές |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | αντικοινωνικό | τα | αντικοινωνικά |
Genitive | του | αντικοινωνικού | των | αντικοινωνικών |
Accusative | το | αντικοινωνικό | τα | αντικοινωνικά |
Vocative | | αντικοινωνικό | | αντικοινωνικά |
|
αντικοινωνικότερος adj. comp.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | αντικοινωνικότερος | οι | αντικοινωνικότεροι |
Genitive | του | αντικοινωνικότερου | των | αντικοινωνικότερων |
Accusative | τον | αντικοινωνικότερο | τους | αντικοινωνικότερους |
Vocative | | αντικοινωνικότερε | | αντικοινωνικότεροι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | αντικοινωνικότερη | οι | αντικοινωνικότερες |
Genitive | της | αντικοινωνικότερης | των | αντικοινωνικότερων |
Accusative | την | αντικοινωνικότερη | τις | αντικοινωνικότερες |
Vocative | | αντικοινωνικότερη | | αντικοινωνικότερες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | αντικοινωνικότερο | τα | αντικοινωνικότερα |
Genitive | του | αντικοινωνικότερου | των | αντικοινωνικότερων |
Accusative | το | αντικοινωνικότερο | τα | αντικοινωνικότερα |
Vocative | | αντικοινωνικότερο | | αντικοινωνικότερα |
|
αντικοινωνικότατος adj. sup.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | αντικοινωνικότατος | οι | αντικοινωνικότατοι |
Genitive | του | αντικοινωνικότατου | των | αντικοινωνικότατων |
Accusative | τον | αντικοινωνικότατο | τους | αντικοινωνικότατους |
Vocative | | αντικοινωνικότατε | | αντικοινωνικότατοι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | αντικοινωνικότατη | οι | αντικοινωνικότατες |
Genitive | της | αντικοινωνικότατης | των | αντικοινωνικότατων |
Accusative | την | αντικοινωνικότατη | τις | αντικοινωνικότατες |
Vocative | | αντικοινωνικότατη | | αντικοινωνικότατες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | αντικοινωνικότατο | τα | αντικοινωνικότατα |
Genitive | του | αντικοινωνικότατου | των | αντικοινωνικότατων |
Accusative | το | αντικοινωνικότατο | τα | αντικοινωνικότατα |
Vocative | | αντικοινωνικότατο | | αντικοινωνικότατα |
|
Synonyms - Antonyms
αντικοινωνικός adj.
S: ακοινώνητος1, κλειστός9 A: κοινωνικός
7 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.