Lexiscope: απλωμένος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-πλω-μέ-νος

Morphology

απλωμένος pp. pass. pnp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαπλωμένοςοιαπλωμένοι
Genitiveτουαπλωμένουτωναπλωμένων
Accusativeτοναπλωμένοτουςαπλωμένους
Vocative απλωμένε απλωμένοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαπλωμένηοιαπλωμένες
Genitiveτηςαπλωμένηςτωναπλωμένων
Accusativeτηναπλωμένητιςαπλωμένες
Vocative απλωμένη απλωμένες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαπλωμένοτααπλωμένα
Genitiveτουαπλωμένουτωναπλωμένων
Accusativeτοαπλωμένοτααπλωμένα
Vocative απλωμένο απλωμένα

απλώνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαπλώνωαπλώνουμε & απλώνομε dial.
2ndαπλώνειςαπλώνετε
3rdαπλώνειαπλώνουν & απλώνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndάπλωνεαπλώνετε
Present-Participleαπλώνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stάπλωσααπλώσαμε
2ndάπλωσεςαπλώσατε
3rdάπλωσεάπλωσαν & απλώσαν oral. & απλώσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαπλώσωαπλώσουμε & απλώσομε dial.
2ndαπλώσειςαπλώσετε
3rdαπλώσειαπλώσουν & απλώσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndάπλωσεαπλώσετε & απλώστε
Simple past-Infinitiveαπλώσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stάπλωνααπλώναμε
2ndάπλωνεςαπλώνατε
3rdάπλωνεάπλωναν & απλώναν oral. & απλώνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαπλώνομαιαπλωνόμαστε
2ndαπλώνεσαιαπλώνεστε & απλωνόσαστε oral.
3rdαπλώνεταιαπλώνονται
Present-Imperative
Plural
2ndαπλώνεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαπλώθηκααπλωθήκαμε
2ndαπλώθηκεςαπλωθήκατε
3rdαπλώθηκεαπλώθηκαν & απλωθήκαν oral. & απλωθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαπλωθώαπλωθούμε
2ndαπλωθείςαπλωθείτε
3rdαπλωθείαπλωθούν & απλωθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαπλώσουαπλωθείτε
Simple past-Infinitiveαπλωθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαπλωνόμουν & απλωνόμουνα oral. απλωνόμασταν & απλωνόμαστε
2ndαπλωνόσουν & απλωνόσουνα oral. απλωνόσασταν & απλωνόσαστε oral.
3rdαπλωνόταν & απλωνότανε oral. απλώνονταν & απλωνόντανε oral. & απλωνόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleαπλωμένος

Synonyms - Antonyms

απλώνω v.

  1. Aμαζεύω1: Άπλωσαν τη σταφίδα για να στεγνώσει.
  2. Sξεδιπλώνω: Άπλωσε το τραπεζομάντηλο.
  3. Sσκορπίζω1, διασκορπίζω1: Του άρεσε ν' απλώνει τα χαρτιά του πάνω στο κρεβάτι.
  4. Sτεντώνω2, τείνω3 learn: Άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε τα μαλλιά.

απλώνεται

  1. Sεκτείνεται1 learn, φτάνει2: Το χωριό απλώνονταν στα πόδια του βουνού.
  2. Sδιαχέεται, διαδίδεται3, επεκτείνεται, εξαπλώνεται2: Μια μυρωδιά απλώθηκε μέσα στο δωμάτιο.
  3. Sεπικρατεί2, πέφτει6: Απλώθηκε σκοτάδι.

6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.