Lexiscope: πέφτει

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πέ-φτει

Morphology

πέφτω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπέφτωπέφτουμε & πέφτομε dial.
2ndπέφτειςπέφτετε
3rdπέφτειπέφτουν & πέφτουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndπέφτεπέφτετε
Present-Participleπέφτοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stέπεσαπέσαμε
2ndέπεσεςπέσατε
3rdέπεσεέπεσαν & πέσαν oral. & πέσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπέσωπέσουμε & πέσομε dial.
2ndπέσειςπέσετε
3rdπέσειπέσουν & πέσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπέσεπέστε
Simple past-Infinitiveπέσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stέπεφταπέφταμε
2ndέπεφτεςπέφτατε
3rdέπεφτεέπεφταν & πέφταν oral. & πέφτανε oral.
PASSIVE VOICE
Present Perfect-Participleπεσμένος

Synonyms - Antonyms

πέφτω v.

  1. Sσωριάζομαι1: Έπεσε στο έδαφος λιπόθυμη.
  2. Sβουτάω3, πηδάω5: Έπεσε στο νερό και άρχισε να κολυμπάει.
  3. Sπλαγιάζω, ξαπλώνω1: Έπεσε να κοιμηθεί από νωρίς.
  4. Sορμάω1, ρίχνομαι2: Έπεσε στην αγκαλιά του με λυγμούς.
  5. Sπεριέρχομαι2 learn, περιπίπτω learn: Έπεσε σε βαθιά μελαγχολία.
  6. Sυποβαθμίζομαι, κατεβαίνω5, ξεπέφτω1 oral: Έπεσε το επίπεδο της συζήτησης. Aαναβαθμίζομαι
  7. Sσκοτώνομαι: Έπεσε στη μάχη.
  8. Sεκπίπτω learn, ανατρέπομαι2: Το δικτατορικό καθεστώς έπεσε.
  9. Sβρίσκω3, συναντάω: Πέσαμε σε κίνηση στο δρόμο.
  10. Sπροσκρούω1 learn, χτυπάω2: Όπως έκανα όπισθεν, έπεσα πάνω στο στύλο.
  11.  oral S: μελαγχολώ, χάνω το κέφι μου Aευθυμώ1, ανεβαίνω8 oral

πέφτει

  1. Sκαταρρέει: Ο τοίχος παραλίγο να πέσει.
  2. Sμειώνεται, κατεβαίνει2: Έπεσε η τηλεθέαση. Aαυξάνεται
  3. Sκαταλαγιάζει3, κοπάζει: Ο άνεμος άρχισε να πέφτει. Aδυναμώνει
  4. Sτυχαίνει1, λαχαίνει oral: Μου έπεσε το λαχείο.
  5. Sξεσπάει, ενσκήπτει learn, επέρχεται2 learn, πλακώνει: Έπεσε ξηρασία.
  6. Sαπλώνεται3, επικρατεί2: Έπεσε πυκνή ομίχλη.
  7. Sεφαρμόζει, στρώνει3, έρχεται: Το σακάκι πρέπει να πέφτει φυσικά στους ώμους.

EXPR: πέφτω από δίπλα, πέφτω από τα σύννεφα, πέφτω έξω, πέφτω με τα μούτρα, πέφτω ξερός, πέφτω στη φωτιά, πέφτω φαρδύς πλατύς, πέφτω χαμηλά, την πέφτω


4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.