Lexiscope: αυξάνεται

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

αυ-ξά-νε-ται

Morphology

αυξάνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαυξάνω & αυξαίνωαυξάνουμε & αυξαίνουμε & αυξάνομε dial. & αυξαίνομε dial.
2ndαυξάνεις & αυξαίνειςαυξάνετε & αυξαίνετε
3rdαυξάνει & αυξαίνειαυξάνουν & αυξαίνουν & αυξάνουνε oral. & αυξαίνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndαύξαινε & αύξανεαυξάνετε & αυξαίνετε
Present-Participleαυξάνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαύξησααυξήσαμε
2ndαύξησεςαυξήσατε
3rdαύξησεαύξησαν & αυξήσαν oral. & αυξήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαυξήσωαυξήσουμε & αυξήσομε dial.
2ndαυξήσειςαυξήσετε
3rdαυξήσειαυξήσουν & αυξήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαύξησεαυξήσετε & αυξήστε
Simple past-Infinitiveαυξήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαύξαινα & αύξανααυξάναμε & αυξαίναμε
2ndαύξαινες & αύξανεςαυξάνατε & αυξαίνατε
3rdαύξαινε & αύξανεαύξαιναν & αύξαναν & αυξάναν oral. & αυξάνανε oral. & αυξαίναν oral. & αυξαίνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαυξάνομαι & αυξαίνομαιαυξαινόμαστε & αυξανόμαστε
2ndαυξάνεσαι & αυξαίνεσαιαυξάνεστε & αυξαίνεστε & αυξαινόσαστε oral. & αυξανόσαστε oral.
3rdαυξάνεται & αυξαίνεταιαυξάνονται & αυξαίνονται
Present-Imperative
Plural
2ndαυξάνεστε & αυξαίνεστε
Present-Participleαυξανόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαυξήθηκααυξηθήκαμε
2ndαυξήθηκεςαυξηθήκατε
3rdαυξήθηκεαυξήθηκαν & αυξηθήκαν oral. & αυξηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαυξηθώαυξηθούμε
2ndαυξηθείςαυξηθείτε
3rdαυξηθείαυξηθούν & αυξηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαυξήσουαυξηθείτε
Simple past-Infinitiveαυξηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαυξαινόμουν & αυξανόμουν & αυξαινόμουνα oral. & αυξανόμουνα oral. αυξαινόμασταν & αυξαινόμαστε & αυξανόμασταν & αυξανόμαστε
2ndαυξαινόσουν & αυξανόσουν & αυξαινόσουνα oral. & αυξανόσουνα oral. αυξαινόσασταν & αυξανόσασταν & αυξαινόσαστε oral. & αυξανόσαστε oral.
3rdαυξαινόταν & αυξανόταν & αυξαινότανε oral. & αυξανότανε oral. αυξάνονταν & αυξαίνονταν & αυξαινόντανε oral. & αυξαινόντουσαν oral. & αυξανόντανε oral. & αυξανόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleαυξημένος

Synonyms - Antonyms

αυξάνω v.

Sμεγαλώνω2, ανεβάζω3, πολλαπλασιάζω1, πληθαίνω: Αυξάνω τα κέρδη. Aμειώνω1, ελαττώνω, λιγοστεύω

αυξάνει & αυξάνεται

Sπολλαπλασιάζεται, ανεβαίνει2: Αυξάνονται οι ευθύνες. / Αυξάνουν οι τιμές. Aμειώνεται, πέφτει2


αυξάνω v.

Sμεγαλώνω2, ανεβάζω3, πολλαπλασιάζω1, πληθαίνω: Αυξάνω τα κέρδη. Aμειώνω1, ελαττώνω, λιγοστεύω

αυξάνει & αυξάνεται

Sπολλαπλασιάζεται, ανεβαίνει2: Αυξάνονται οι ευθύνες. / Αυξάνουν οι τιμές. Aμειώνεται, πέφτει2


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.