Lexiscope: ανεβαίνει

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-νε-βαί-νει

Morphology

ανεβαίνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stανεβαίνωανεβαίνουμε & ανεβαίνομε dial.
2ndανεβαίνειςανεβαίνετε
3rdανεβαίνειανεβαίνουν & ανεβαίνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndανέβαινεανεβαίνετε
Present-Participleανεβαίνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stανέβηκαανεβήκαμε
2ndανέβηκεςανεβήκατε
3rdανέβηκεανέβηκαν & ανεβήκαν oral. & ανεβήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stανέβω & ανεβώανέβουμε & ανεβούμε & ανέβομε dial.
2ndανέβεις & ανεβείςανέβετε & ανεβείτε
3rdανέβει & ανεβείανέβουν & ανεβούν & ανέβουνε oral. & ανεβούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndανέβαανεβείτε
Simple past-Infinitiveανέβει & ανεβεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stανέβαιναανεβαίναμε
2ndανέβαινεςανεβαίνατε
3rdανέβαινεανέβαιναν & ανεβαίναν oral. & ανεβαίνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present Perfect-Participleανεβασμένος

Synonyms - Antonyms

ανεβαίνω v.

  1. Sανέρχομαι1 learn: Ανέβηκε στον τρίτο όροφο. / Η στάθμη του νερού ανέβηκε. Aκατεβαίνω1, κατέρχομαι learn
  2. Sπάω3, μεταβαίνω learn: Θα ανέβω στη Θεσσαλονίκη.
  3. Sανηφορίζω: Ανεβήκαμε το λόφο. Aκατηφορίζω
  4. Sσκαρφαλώνω, αναρριχώμαι1 learn: Η γάτα ανέβηκε στο δέντρο.
  5. Sκαβαλικεύω1 oral, καβαλάω1 oral, ιππεύω: Ανέβηκαν στα άλογα. Aξεπεζεύω
  6. Sεπιβιβάζομαι: Ανέβηκε στο λεωφορείο. Aαποβιβάζομαι
  7. Sπροάγομαι, ανελίσσομαι: Ανέβηκε στην ιεραρχία. Aυποβιβάζομαι
  8.  oral Sφτιάχνομαι3 oral: Έχει ανέβει με τον καινούριο του έρωτα. Aπέφτω11 oral

ανεβαίνει

  1. Sυψώνεται, ανυψώνεται: Ανεβαίνει σιγά σιγά το μπαλόνι. Aχαμηλώνει, κατεβαίνει1
  2. Sαυξάνεται: Μου ανέβηκε η πίεση. / Το ποσοστό των ανέργων ανεβαίνει. Aμειώνεται, πέφτει2
  3. Sπαρουσιάζεται2: Το έργο ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο. Aκατεβαίνει3

EXPR: μου ανεβαίνει η πίεση, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι


7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.