Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
υ-πο-βαθ-μί-ζο-μαι
Morphology
υποβαθμίζω v.
ACTIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | υποβαθμίζω | υποβαθμίζουμε & υποβαθμίζομε dial. |
2nd | υποβαθμίζεις | υποβαθμίζετε |
3rd | υποβαθμίζει | υποβαθμίζουν & υποβαθμίζουνε oral. |
|
Present-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | υποβάθμιζε | υποβαθμίζετε |
|
Present-Participle | υποβαθμίζοντας |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | υποβάθμισα | υποβαθμίσαμε |
2nd | υποβάθμισες | υποβαθμίσατε |
3rd | υποβάθμισε | υποβάθμισαν & υποβαθμίσαν oral. & υποβαθμίσανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | υποβαθμίσω | υποβαθμίσουμε & υποβαθμίσομε dial. |
2nd | υποβαθμίσεις | υποβαθμίσετε |
3rd | υποβαθμίσει | υποβαθμίσουν & υποβαθμίσουνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | υποβάθμισε | υποβαθμίσετε & υποβαθμίστε |
|
Simple past-Infinitive | υποβαθμίσει |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | υποβάθμιζα | υποβαθμίζαμε |
2nd | υποβάθμιζες | υποβαθμίζατε |
3rd | υποβάθμιζε | υποβάθμιζαν |
|
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | υποβαθμίζομαι | υποβαθμιζόμαστε |
2nd | υποβαθμίζεσαι | υποβαθμίζεστε & υποβαθμιζόσαστε oral. |
3rd | υποβαθμίζεται | υποβαθμίζονται |
|
Present-Imperative |
|
Present-Participle | υποβαθμιζόμενος |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | υποβαθμίστηκα & υποβαθμίσθηκα learn. | υποβαθμιστήκαμε & υποβαθμισθήκαμε learn. |
2nd | υποβαθμίστηκες & υποβαθμίσθηκες learn. | υποβαθμιστήκατε & υποβαθμισθήκατε learn. |
3rd | υποβαθμίστηκε & υποβαθμίσθηκε learn. | υποβαθμίστηκαν & υποβαθμίσθηκαν learn. & υποβαθμιστήκαν oral. & υποβαθμιστήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | υποβαθμιστώ & υποβαθμισθώ learn. | υποβαθμιστούμε & υποβαθμισθούμε learn. |
2nd | υποβαθμιστείς & υποβαθμισθείς learn. | υποβαθμιστείτε & υποβαθμισθείτε learn. |
3rd | υποβαθμιστεί & υποβαθμισθεί learn. | υποβαθμιστούν & υποβαθμισθούν learn. & υποβαθμισθούνε learn. & υποβαθμιστούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | υποβαθμίσου | υποβαθμιστείτε & υποβαθμισθείτε learn. |
|
Simple past-Infinitive | υποβαθμιστεί & υποβαθμισθεί learn. |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | υποβαθμιζόμουν & υποβαθμιζόμουνα oral. | υποβαθμιζόμασταν & υποβαθμιζόμαστε |
2nd | υποβαθμιζόσουν & υποβαθμιζόσουνα oral. | υποβαθμιζόσασταν & υποβαθμιζόσαστε oral. |
3rd | υποβαθμιζόταν & υποβαθμιζότανε oral. | υποβαθμίζονταν & υποβαθμιζόντανε oral. & υποβαθμιζόντουσαν oral. |
|
Present Perfect-Participle | υποβαθμισμένος |
Synonyms - Antonyms
υποβαθμίζω v.
- S: ευτελίζω2 learn A: αναβαθμίζω
- S: υποβιβάζω2
2 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.