Λεξισκόπιο: γλιτώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

γλι-τώ-νω

Μορφολογία

γλιτώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγλιτώνωγλιτώνουμε & γλιτώνομε διαλ.
Βγλιτώνειςγλιτώνετε
Γγλιτώνειγλιτώνουν & γλιτώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βγλίτωνεγλιτώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήγλιτώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγλίτωσαγλιτώσαμε
Βγλίτωσεςγλιτώσατε
Γγλίτωσεγλίτωσαν & γλιτώσαν προφ. & γλιτώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγλιτώσωγλιτώσουμε & γλιτώσομε διαλ.
Βγλιτώσειςγλιτώσετε
Γγλιτώσειγλιτώσουν & γλιτώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βγλίτωσεγλιτώστε
Αόριστος-Απαρέμφατογλιτώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγλίτωναγλιτώναμε
Βγλίτωνεςγλιτώνατε
Γγλίτωνεγλίτωναν & γλιτώναν προφ. & γλιτώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήγλιτωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

γλιτώνω ρήμ.

  1. Σσώζω1, απαλλάσσω1, λυτρώνω: Μας γλίτωσε από του χάρου τα δόντια!
  2. Σσώζομαι, λυτρώνομαι: Με την ανακάλυψη της πενικιλίνης, γλίτωσε ο κόσμος.
  3. Σαποφεύγω2: Γλίτωσα πολλές φασαρίες.
  4. Σξεφεύγω2, τη σκαπουλάρω προφ.: Δε θα γλιτώσεις έτσι εύκολα!
  5. Σεξοικονομώ2: Γλιτώσαμε χρόνο και χρήμα. Αχάνω6

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.