Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
σώ-ζω
Μορφολογία
σώζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σώζω | σώζουμε & σώζομε διαλ. |
Β | σώζεις | σώζετε |
Γ | σώζει | σώζουν & σώζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | σώζε | σώζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | σώζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | έσωσα | σώσαμε |
Β | έσωσες | σώσατε |
Γ | έσωσε | έσωσαν & σώσαν προφ. & σώσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σώσω | σώσουμε & σώσομε διαλ. |
Β | σώσεις | σώσετε |
Γ | σώσει | σώσουν & σώσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | σώσε | σώστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | σώσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | έσωζα | σώζαμε |
Β | έσωζες | σώζατε |
Γ | έσωζε | έσωζαν & σώζαν προφ. & σώζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σώζομαι | σωζόμαστε |
Β | σώζεσαι | σώζεστε & σωζόσαστε προφ. |
Γ | σώζεται | σώζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | σωζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σώθηκα | σωθήκαμε |
Β | σώθηκες | σωθήκατε |
Γ | σώθηκε | σώθηκαν & σωθήκαν προφ. & σωθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σωθώ | σωθούμε |
Β | σωθείς | σωθείτε |
Γ | σωθεί | σωθούν & σωθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | σώσου | σωθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | σωθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | σωζόμουν & σωζόμουνα προφ. | σωζόμασταν & σωζόμαστε |
Β | σωζόσουν & σωζόσουνα προφ. | σωζόσασταν & σωζόσαστε προφ. |
Γ | σωζόταν & σωζότανε προφ. | σώζονταν & σωζόντανε προφ. & σωζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | σωσμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
σώζω ρήμ.
- Σ: γλιτώνω1: Του έσωσε τη ζωή.
- Σ: διασώζω: Έσωσαν την παράσταση από την αποτυχία.
- ΠΛΗΡΟΦ. Σ: αποθηκεύω3
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.