Λεξισκόπιο: αποφεύγω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-πο-φεύ-γω

Μορφολογία

αποφεύγω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποφεύγωαποφεύγουμε & αποφεύγομε διαλ.
Βαποφεύγειςαποφεύγετε
Γαποφεύγειαποφεύγουν & αποφεύγουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπόφευγεαποφεύγετε
Ενεστώτας-Μετοχήαποφεύγοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπέφυγα & απόφυγα προφ. αποφύγαμε
Βαπέφυγες & απόφυγες προφ. αποφύγατε
Γαπέφυγε & απόφυγε προφ. απέφυγαν & αποφύγαν προφ. & αποφύγανε προφ. & απόφυγαν προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποφύγωαποφύγουμε & αποφύγομε διαλ.
Βαποφύγειςαποφύγετε
Γαποφύγειαποφύγουν & αποφύγουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπόφυγεαποφύγετε
Αόριστος-Απαρέμφατοαποφύγει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπέφευγα & απόφευγα προφ. αποφεύγαμε
Βαπέφευγες & απόφευγες προφ. αποφεύγατε
Γαπέφευγε & απόφευγε προφ. απέφευγαν & αποφεύγαν προφ. & αποφεύγανε προφ. & απόφευγαν προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποφεύγομαιαποφευγόμαστε
Βαποφεύγεσαιαποφεύγεστε & αποφευγόσαστε προφ.
Γαποφεύγεταιαποφεύγονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαποφεύγεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποφεύχθηκααποφευχθήκαμε
Βαποφεύχθηκεςαποφευχθήκατε
Γαποφεύχθηκεαποφεύχθηκαν & αποφευχθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποφευχθώαποφευχθούμε
Βαποφευχθείςαποφευχθείτε
Γαποφευχθείαποφευχθούν & αποφευχθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαποφευχθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαποφευχθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποφευγόμουν & αποφευγόμουνα προφ. αποφευγόμασταν & αποφευγόμαστε
Βαποφευγόσουν & αποφευγόσουνα προφ. αποφευγόσασταν & αποφευγόσαστε προφ.
Γαποφευγόταν & αποφευγότανε προφ. αποφεύγονταν & αποφευγόντανε προφ. & αποφευγόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

αποφεύγω ρήμ.

  1. Σκρατιέμαι μακριά: Τα άλλα παιδιά την αποφεύγανε.
  2. Σγλιτώνω3: Ξέρει πώς να αποφεύγει τις κακοτοπιές.
  3. Σαπομακρύνω3, αποτρέπω2: Ο οδηγός κατάφερε να αποφύγει το ατύχημα.
  4. Αεπιδιώκω: Πρέπει να αποφεύγετε το τσιγάρο.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.