Lexiscope: πρωτόγονος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πρω-τό-γο-νος

Morphology

πρωτόγονος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπρωτόγονοςοιπρωτόγονοι
Genitiveτουπρωτόγονουτωνπρωτόγονων
Accusativeτονπρωτόγονοτουςπρωτόγονους
Vocative πρωτόγονε πρωτόγονοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπρωτόγονηοιπρωτόγονες
Genitiveτηςπρωτόγονηςτωνπρωτόγονων
Accusativeτηνπρωτόγονητιςπρωτόγονες
Vocative πρωτόγονη πρωτόγονες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπρωτόγονοταπρωτόγονα
Genitiveτουπρωτόγονουτωνπρωτόγονων
Accusativeτοπρωτόγονοταπρωτόγονα
Vocative πρωτόγονο πρωτόγονα

Synonyms - Antonyms

πρωτόγονος adj.

  1. Sαπολίτιστος1, άγριος4: πρωτόγονος λαός
  2. Sαπαρχαιωμένος, ξεπερασμένος, αναχρονιστικός: πρωτόγονες πρακτικές για την καλλιέργεια

Προθήματα - Επιθήματα

πρωτο- [proto]

πρωτό- [protó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
πρωτ- [prot] πριν από φωνήεν
πρωθ- [proθ] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από το αριθμητικό επίθετο πρώτος.

1. Πρώτη φορά

Το πρωτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι συμβαίνει για πρώτη φορά ή εμφανίζεται πρώτο. Για παράδειγμα, τα πρωτοβρόχια είναι οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου· πρωτοσυναντούμε κάποιον όταν τον συναντούμε για πρώτη φορά.

πρωτοβρόχι

πρωτάκουστος, -η, -ο

πρωτοβλέπω

πρωτόγαλα

πρωτόβγαλτος, -η, -ο

πρωτογνωρίζω

πρωτόγεννος, -η, -ο

πρωτοκάνω

πρωτοδιόριστος, -η, -ο

πρωτολέω

πρωτοτάξιδος, -η, -ο

πρωτομαθαίνω

πρωτοφανέρωτος, -η, -ο

πρωτοσυναντάω/-ώ

πρωτοφανής, -ής, -ές

πρωτοφόρετος, -η, -ο

2. Πρώτη θέση

Το πρωτο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στην πρώτη θέση σε μία σειρά ή κατάταξη (ενώ συνήθως ακολουθεί δεύτερη, τρίτη κ.ο.κ.). Για παράδειγμα, πρωτοετής είναι ο φοιτητής που διανύει το πρώτο έτος των σπουδών του, ενώ το πρωτότοκο παιδί μιας οικογένειας είναι αυτό που γεννήθηκε πρώτο, δηλαδή το μεγαλύτερο.

πρωτοκαθεδρία

πρωτοβάθμιος, -α, -ο

πρωτοπορώ

πρωτολογία

πρωτογενής, -ής, -ές

πρωτοστατώ

πρωτοπορία

πρωτοετής, -ής, -ές

πρωτοπόρος

πρωτοκλασάτος, -η, -ο

πρωτόκλιτος, -η, -ο (γραμμ.)

πρωτοποριακός, -ή, -ό

πρωτοσέλιδος, -η, -ο

πρωτότοκος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Ουσιαστικά με το πρωτο- δηλώνουν το πρόσωπο που είναι επικεφαλής σε μία ομάδα προσώπων με την ίδια ιδιότητα. Για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός είναι ο πρόεδρος της κυβέρνησης και του υπουργικού συμβουλίου· ο πρωτομάστορας είναι ο επικεφαλής μιας ομάδας μαστόρων. Κάποια από αυτά τα ουσιαστικά αποτελούν τιμητικούς τίτλους (π.χ. πρωθυπουργός, πρωτοπρεσβύτερος).

πρωθυπουργός, πρωταγωνιστής (θηλ. -τρια), πρωταθλητής (θηλ. -τρια), πρωτεργάτης (θηλ. -τρια), πρωτοκαπετάνιος, πρωτομάστορας, πρωτοπαλίκαρο, πρωτοπρεσβύτερος (εκκλ.), πρωτοψάλτης

Κάποιες από τις λέξεις με το πρωτο- δηλώνουν τη χαμηλότερη βαθμίδα μιας διαβάθμισης (π.χ. πρωτοβάθμιος, πρωτοετής, πρωτογενής).

Ορισμένες λέξεις με το πρωτο- έχουν επιτατική σημασία (π.χ. πρωταίτιος, πρωταρχικός).

⇨ Για λέξεις που δηλώνουν τη δεύτερη θέση ή βαθμίδα βλ. δευτερο-*.

3. Πρώτη φάση περιόδου

(επιστημ.) Στο λεξιλόγιο της ιστορίας και της αρχαιολογίας, το πρωτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν την πρώτη φάση μιας μεγαλύτερης χρονικής περιόδου. Για παράδειγμα, η πρωτοβυζαντινή περίοδος είναι οι πρώτοι αιώνες από την ίδρυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

πρωτοβυζαντινός, -ή, -ό, πρωτοελλαδικός, -ή, -ό, πρωτοκυκλαδικός, -ή, -ό, πρωτομινωικός, -ή, -ό, πρωτοχριστιανικός, -ή, -ό

✔ Για τις τρεις φάσεις μιας ιστορικής περιόδου (π.χ. πρωτοκυκλαδικός - μεσοκυκλαδικός - υστεροκυκλαδικός) βλ. σχετική σημείωση στο υστερο-*.

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το πρωτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν την πρώτη μέρα κάποιου χρονικού διαστήματος. Για παράδειγμα, η Πρωτοχρονιά είναι η πρώτη μέρα του χρόνου.

Πρωταπριλιά, Πρωτομαγιά, πρωτομηνιά, Πρωτοχρονιά

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. αρχι-* (π.χ. αρχιχρονιά - πρωτοχρονιά).

4. Αρχική μορφή

(επιστημ.) Το πρωτο- σχηματίζει λέξεις του επιστημονικού λεξιλογίου που δηλώνουν την αρχική και συνήθως ατελή μορφή ενός πράγματος. Για παράδειγμα, η πρωτογλώσσα είναι η αρχική γλώσσα από την οποία προήλθε μια ομάδα άλλων γλωσσών.

πρωτοβλάστη (βιολ.), πρωτογλώσσα (γλωσσ.), πρωτόζωα (βιολ.), πρωτόπλασμα (βιολ.)

-γον-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -γον- αναφέρονται στη δημιουργία κάποιου πράγματος ή φαινομένου.Το συστατικό -γον- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα γίγνομαι (= γίνομαι) (πρβ. γόνος). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-γονώ [γonó]

Για παράδειγμα, το φως του ήλιου ζωογονεί τη φύση, δηλαδή της δίνει ζωή.

αναζωογονώ, ζωογονώ, παιδογονώ (σπάνιο), τεκνογονώ (σπάνιο)

Ουσιαστικά

-γόνηση [γónisi] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, η αναζωογόνηση είναι η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναζωογονώ.

αναζωογόνηση, ζωογόνηση

-γονία [γonía]

Για παράδειγμα, η κοσμογονία είναι η δημιουργία του κόσμου, του σύμπαντος.

ανθρωπογονία, αρχεγονία, βιογονία, εμβρυογονία, ευγονία, ζωογονία, θεογονία, κοσμογονία, οντογονία, παιδογονία, τεκνογονία, φυλογονία, ωογονία

⇨ Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί και το βʹ συστατικό -γένεση*.

-γόνο [γóno]

(επιστημ.) Πρόκειται για λέξεις της βιολογίας και της χημείας.

αλογόνο (χημ.), αντιγόνο (βιολ.), γλυκογόνο (βιολ.), κολλαγόνο (βιολ.), οξυγόνο (χημ.), υδρογόνο (χημ.)

-γονος [γonos]

Για παράδειγμα, οι πρόγονοί μας είναι αυτοί που έζησαν πριν από μας και από τους οποίους καταγόμαστε.

απόγονος, επίγονος, πρόγονος

Επίθετα

-γονικός [γonikós], -γονική, -γονικό

Για παράδειγμα, το πατρογονικό σπίτι είναι το σπίτι που ανήκει στους γονείς, στην οικογένεια.

ανθρωπογονικός, ευγονικός, κοσμογονικός, μονογονικός (και συχνότερα μονογονεϊκός), πατρογονικός, προγονικός, υδρογονικός (χημ.)

-γονος [γonos], -γονη, -γονο

Για παράδειγμα, αρχέγονο φως είναι το πρώτο φως, το φως που αναφέρεται στην αρχή της δημιουργίας του σύμπαντος.

άγονος, αρχέγονος, πρωτόγονος

-γόνος [γónos], -γόνος/-γόνα, -γόνο

Για παράδειγμα, καρκινογόνα είναι η ουσία που μπορεί να προκαλέσει καρκίνο.

αλλεργιογόνος, αναισθησιογόνος, ανδρογόνος, ασφυξιογόνος, βλεννογόνος, δακρυγόνος, ερωτογόνος, ζημιογόνος, καπνογόνος, καρκινογόνος, ογκογόνος, παθογόνος, παραισθησιογόνος, ρυπογόνος, σιελογόνος, σμηγματογόνος, στρεσογόνος

⇨ Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί και το βʹ συστατικό -γενής*.


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.