Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
α-να-χρο-νι-στι-κός
Morphology
αναχρονιστικός adj.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | αναχρονιστικός | οι | αναχρονιστικοί |
Genitive | του | αναχρονιστικού | των | αναχρονιστικών |
Accusative | τον | αναχρονιστικό | τους | αναχρονιστικούς |
Vocative | | αναχρονιστικέ | | αναχρονιστικοί |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | αναχρονιστική | οι | αναχρονιστικές |
Genitive | της | αναχρονιστικής | των | αναχρονιστικών |
Accusative | την | αναχρονιστική | τις | αναχρονιστικές |
Vocative | | αναχρονιστική | | αναχρονιστικές |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | αναχρονιστικό | τα | αναχρονιστικά |
Genitive | του | αναχρονιστικού | των | αναχρονιστικών |
Accusative | το | αναχρονιστικό | τα | αναχρονιστικά |
Vocative | | αναχρονιστικό | | αναχρονιστικά |
|
αναχρονιστικότερος adj. comp.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | αναχρονιστικότερος | οι | αναχρονιστικότεροι |
Genitive | του | αναχρονιστικότερου | των | αναχρονιστικότερων |
Accusative | τον | αναχρονιστικότερο | τους | αναχρονιστικότερους |
Vocative | | αναχρονιστικότερε | | αναχρονιστικότεροι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | αναχρονιστικότερη | οι | αναχρονιστικότερες |
Genitive | της | αναχρονιστικότερης | των | αναχρονιστικότερων |
Accusative | την | αναχρονιστικότερη | τις | αναχρονιστικότερες |
Vocative | | αναχρονιστικότερη | | αναχρονιστικότερες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | αναχρονιστικότερο | τα | αναχρονιστικότερα |
Genitive | του | αναχρονιστικότερου | των | αναχρονιστικότερων |
Accusative | το | αναχρονιστικότερο | τα | αναχρονιστικότερα |
Vocative | | αναχρονιστικότερο | | αναχρονιστικότερα |
|
αναχρονιστικότατος adj. sup.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | αναχρονιστικότατος | οι | αναχρονιστικότατοι |
Genitive | του | αναχρονιστικότατου | των | αναχρονιστικότατων |
Accusative | τον | αναχρονιστικότατο | τους | αναχρονιστικότατους |
Vocative | | αναχρονιστικότατε | | αναχρονιστικότατοι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | αναχρονιστικότατη | οι | αναχρονιστικότατες |
Genitive | της | αναχρονιστικότατης | των | αναχρονιστικότατων |
Accusative | την | αναχρονιστικότατη | τις | αναχρονιστικότατες |
Vocative | | αναχρονιστικότατη | | αναχρονιστικότατες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | αναχρονιστικότατο | τα | αναχρονιστικότατα |
Genitive | του | αναχρονιστικότατου | των | αναχρονιστικότατων |
Accusative | το | αναχρονιστικότατο | τα | αναχρονιστικότατα |
Vocative | | αναχρονιστικότατο | | αναχρονιστικότατα |
|
Synonyms - Antonyms
αναχρονιστικός adj.
S: οπισθοδρομικός, συντηρητικός, ξεπερασμένος, απαρχαιωμένος: αναχρονιστική μέθοδος διδασκαλίας A: νεοτεριστικός, πρωτοποριακός
9 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.