Lexiscope: συντηρητικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

συ-ντη-ρη-τι-κός

Morphology

συντηρητικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοσυντηρητικόςοισυντηρητικοί
Genitiveτουσυντηρητικούτωνσυντηρητικών
Accusativeτοσυντηρητικότουςσυντηρητικούς
Vocative συντηρητικέ συντηρητικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeησυντηρητικήοισυντηρητικές
Genitiveτηςσυντηρητικήςτωνσυντηρητικών
Accusativeτησυντηρητικήτιςσυντηρητικές
Vocative συντηρητική συντηρητικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοσυντηρητικότασυντηρητικά
Genitiveτουσυντηρητικούτωνσυντηρητικών
Accusativeτοσυντηρητικότασυντηρητικά
Vocative συντηρητικό συντηρητικά

συντηρητικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοσυντηρητικότεροςοισυντηρητικότεροι
Genitiveτουσυντηρητικότερουτωνσυντηρητικότερων
Accusativeτοσυντηρητικότεροτουςσυντηρητικότερους
Vocative συντηρητικότερε συντηρητικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeησυντηρητικότερηοισυντηρητικότερες
Genitiveτηςσυντηρητικότερηςτωνσυντηρητικότερων
Accusativeτησυντηρητικότερητιςσυντηρητικότερες
Vocative συντηρητικότερη συντηρητικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοσυντηρητικότεροτασυντηρητικότερα
Genitiveτουσυντηρητικότερουτωνσυντηρητικότερων
Accusativeτοσυντηρητικότεροτασυντηρητικότερα
Vocative συντηρητικότερο συντηρητικότερα

συντηρητικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοσυντηρητικότατοςοισυντηρητικότατοι
Genitiveτουσυντηρητικότατουτωνσυντηρητικότατων
Accusativeτοσυντηρητικότατοτουςσυντηρητικότατους
Vocative συντηρητικότατε συντηρητικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeησυντηρητικότατηοισυντηρητικότατες
Genitiveτηςσυντηρητικότατηςτωνσυντηρητικότατων
Accusativeτησυντηρητικότατητιςσυντηρητικότατες
Vocative συντηρητικότατη συντηρητικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοσυντηρητικότατοτασυντηρητικότατα
Genitiveτουσυντηρητικότατουτωνσυντηρητικότατων
Accusativeτοσυντηρητικότατοτασυντηρητικότατα
Vocative συντηρητικότατο συντηρητικότατα

Synonyms - Antonyms

συντηρητικός adj.

Sαναχρονιστικός, οπισθοδρομικός: συντηρητικές ιδέες Aπροοδευτικός1


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.