Lexiscope: μοναχικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

μο-να-χι-κός

Morphology

μοναχικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομοναχικόςοιμοναχικοί
Genitiveτουμοναχικούτωνμοναχικών
Accusativeτομοναχικότουςμοναχικούς
Vocative μοναχικέ μοναχικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeημοναχικήοιμοναχικές
Genitiveτηςμοναχικήςτωνμοναχικών
Accusativeτημοναχικήτιςμοναχικές
Vocative μοναχική μοναχικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομοναχικόταμοναχικά
Genitiveτουμοναχικούτωνμοναχικών
Accusativeτομοναχικόταμοναχικά
Vocative μοναχικό μοναχικά

μοναχικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομοναχικότεροςοιμοναχικότεροι
Genitiveτουμοναχικότερουτωνμοναχικότερων
Accusativeτομοναχικότεροτουςμοναχικότερους
Vocative μοναχικότερε μοναχικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeημοναχικότερηοιμοναχικότερες
Genitiveτηςμοναχικότερηςτωνμοναχικότερων
Accusativeτημοναχικότερητιςμοναχικότερες
Vocative μοναχικότερη μοναχικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομοναχικότεροταμοναχικότερα
Genitiveτουμοναχικότερουτωνμοναχικότερων
Accusativeτομοναχικότεροταμοναχικότερα
Vocative μοναχικότερο μοναχικότερα

μοναχικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομοναχικότατοςοιμοναχικότατοι
Genitiveτουμοναχικότατουτωνμοναχικότατων
Accusativeτομοναχικότατοτουςμοναχικότατους
Vocative μοναχικότατε μοναχικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeημοναχικότατηοιμοναχικότατες
Genitiveτηςμοναχικότατηςτωνμοναχικότατων
Accusativeτημοναχικότατητιςμοναχικότατες
Vocative μοναχικότατη μοναχικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομοναχικότατοταμοναχικότατα
Genitiveτουμοναχικότατουτωνμοναχικότατων
Accusativeτομοναχικότατοταμοναχικότατα
Vocative μοναχικότατο μοναχικότατα

Synonyms - Antonyms

μοναχικός adj.

  1. Sμοναστικός2, ασκητικός, καλογερικός
  2. Sακοινώνητος1: μοναχικοί άνθρωποι Aκοινωνικός
  3. Sαπομονωμένος: μοναχικό σπίτι

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.