Lexiscope: ασκητικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-σκη-τι-κός

Morphology

ασκητικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοασκητικόςοιασκητικοί
Genitiveτουασκητικούτωνασκητικών
Accusativeτονασκητικότουςασκητικούς
Vocative ασκητικέ ασκητικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηασκητικήοιασκητικές
Genitiveτηςασκητικήςτωνασκητικών
Accusativeτηνασκητικήτιςασκητικές
Vocative ασκητική ασκητικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοασκητικόταασκητικά
Genitiveτουασκητικούτωνασκητικών
Accusativeτοασκητικόταασκητικά
Vocative ασκητικό ασκητικά

ασκητικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοασκητικότεροςοιασκητικότεροι
Genitiveτουασκητικότερουτωνασκητικότερων
Accusativeτονασκητικότεροτουςασκητικότερους
Vocative ασκητικότερε ασκητικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηασκητικότερηοιασκητικότερες
Genitiveτηςασκητικότερηςτωνασκητικότερων
Accusativeτηνασκητικότερητιςασκητικότερες
Vocative ασκητικότερη ασκητικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοασκητικότεροταασκητικότερα
Genitiveτουασκητικότερουτωνασκητικότερων
Accusativeτοασκητικότεροταασκητικότερα
Vocative ασκητικότερο ασκητικότερα

ασκητικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοασκητικότατοςοιασκητικότατοι
Genitiveτουασκητικότατουτωνασκητικότατων
Accusativeτονασκητικότατοτουςασκητικότατους
Vocative ασκητικότατε ασκητικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηασκητικότατηοιασκητικότατες
Genitiveτηςασκητικότατηςτωνασκητικότατων
Accusativeτηνασκητικότατητιςασκητικότατες
Vocative ασκητικότατη ασκητικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοασκητικότατοταασκητικότατα
Genitiveτουασκητικότατουτωνασκητικότατων
Accusativeτοασκητικότατοταασκητικότατα
Vocative ασκητικότατο ασκητικότατα

Synonyms - Antonyms

ασκητικός adj.

Sμοναχικός1, καλογερικός: ασκητική ζωή


4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.