Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
δι-α-κε-κρι-μέ-νος
Morphology
διακεκριμένος adj.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | διακεκριμένος | οι | διακεκριμένοι |
Genitive | του | διακεκριμένου | των | διακεκριμένων |
Accusative | το | διακεκριμένο | τους | διακεκριμένους |
Vocative | | διακεκριμένε | | διακεκριμένοι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | διακεκριμένη | οι | διακεκριμένες |
Genitive | της | διακεκριμένης | των | διακεκριμένων |
Accusative | τη | διακεκριμένη | τις | διακεκριμένες |
Vocative | | διακεκριμένη | | διακεκριμένες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | διακεκριμένο | τα | διακεκριμένα |
Genitive | του | διακεκριμένου | των | διακεκριμένων |
Accusative | το | διακεκριμένο | τα | διακεκριμένα |
Vocative | | διακεκριμένο | | διακεκριμένα |
|
διακρίνω v.
ACTIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | διακρίνω | διακρίνουμε & διακρίνομε dial. |
2nd | διακρίνεις | διακρίνετε |
3rd | διακρίνει | διακρίνουν & διακρίνουνε oral. |
|
Present-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | διάκρινε | διακρίνετε |
|
Present-Participle | διακρίνοντας |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | διέκρινα | διακρίναμε |
2nd | διέκρινες | διακρίνατε |
3rd | διέκρινε | διέκριναν & διακρίναν oral. & διακρίνανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | διακρίνω | διακρίνουμε & διακρίνομε dial. |
2nd | διακρίνεις | διακρίνετε |
3rd | διακρίνει | διακρίνουν & διακρίνουνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | διάκρινε | διακρίνετε |
|
Simple past-Infinitive | διακρίνει |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | διέκρινα | διακρίναμε |
2nd | διέκρινες | διακρίνατε |
3rd | διέκρινε | διέκριναν & διακρίναν oral. & διακρίνανε oral. |
|
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | διακρίνομαι | διακρινόμαστε |
2nd | διακρίνεσαι | διακρίνεστε & διακρινόσαστε oral. |
3rd | διακρίνεται | διακρίνονται |
|
Present-Imperative |
|
Present-Participle | διακρινόμενος |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | διακρίθηκα | διακριθήκαμε |
2nd | διακρίθηκες | διακριθήκατε |
3rd | διακρίθηκε | διακρίθηκαν & διακριθήκαν oral. & διακριθήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | διακριθώ | διακριθούμε |
2nd | διακριθείς | διακριθείτε |
3rd | διακριθεί | διακριθούν & διακριθούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
|
Simple past-Infinitive | διακριθεί |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | διακρινόμουν & διακρινόμουνα oral. | διακρινόμασταν & διακρινόμαστε |
2nd | διακρινόσουν & διακρινόσουνα oral. | διακρινόσασταν & διακρινόσαστε oral. |
3rd | διακρινόταν & διακρινότανε oral. | διακρίνονταν & διακρινόντανε oral. & διακρινόντουσαν oral. |
|
Present Perfect-Participle | διακεκριμένος |
Synonyms - Antonyms
διακεκριμένος adj.
S: διαπρεπής, έγκριτος, επιφανής, εξέχων
διακρίνω v.
- S: διαχωρίζω, διαφοροποιώ2: Διακρίνω τα αίτια από τις αφορμές. A: ταυτίζω
- S: διαισθάνομαι2: Διακρίνω μια αβεβαιότητα στον τόνο της φωνής σου.
- S: ξεχωρίζω2: Προσπαθούσα να τον διακρίνω μέσα στο πλήθος.
διακρίνει
S: χαρακτηρίζει: Τον διακρίνει η τιμιότητα.
διακρίνομαι
- S: φαίνομαι1, ξεχωρίζω4: Δε διακρίνεται στο σκοτάδι.
- S: διαπρέπω: Διακρίθηκε ως μεγάλη δραματική ηθοποιός.
διακρίνεται
S: διαφαίνεται learn: Διακρίνεται μια απογοήτευση στα λόγια σας.
1 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.