Lexiscope: χαρακτηρίζει

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

χα-ρα-κτη-ρί-ζει

Morphology

χαρακτηρίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stχαρακτηρίζωχαρακτηρίζουμε & χαρακτηρίζομε dial.
2ndχαρακτηρίζειςχαρακτηρίζετε
3rdχαρακτηρίζειχαρακτηρίζουν & χαρακτηρίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndχαρακτήριζεχαρακτηρίζετε
Present-Participleχαρακτηρίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stχαρακτήρισαχαρακτηρίσαμε
2ndχαρακτήρισεςχαρακτηρίσατε
3rdχαρακτήρισεχαρακτήρισαν & χαρακτηρίσαν oral. & χαρακτηρίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stχαρακτηρίσωχαρακτηρίσουμε & χαρακτηρίσομε dial.
2ndχαρακτηρίσειςχαρακτηρίσετε
3rdχαρακτηρίσειχαρακτηρίσουν & χαρακτηρίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndχαρακτήρισεχαρακτηρίσετε & χαρακτηρίστε
Simple past-Infinitiveχαρακτηρίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stχαρακτήριζαχαρακτηρίζαμε
2ndχαρακτήριζεςχαρακτηρίζατε
3rdχαρακτήριζεχαρακτήριζαν & χαρακτηρίζαν oral. & χαρακτηρίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stχαρακτηρίζομαιχαρακτηριζόμαστε
2ndχαρακτηρίζεσαιχαρακτηρίζεστε & χαρακτηριζόσαστε oral.
3rdχαρακτηρίζεταιχαρακτηρίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndχαρακτηρίζεστε
Present-Participleχαρακτηριζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stχαρακτηρίστηκα & χαρακτηρίσθηκα learn. χαρακτηριστήκαμε & χαρακτηρισθήκαμε learn.
2ndχαρακτηρίστηκες & χαρακτηρίσθηκες learn. χαρακτηριστήκατε & χαρακτηρισθήκατε learn.
3rdχαρακτηρίστηκε & χαρακτηρίσθηκε learn. χαρακτηρίστηκαν & χαρακτηρίσθηκαν learn. & χαρακτηριστήκαν oral. & χαρακτηριστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stχαρακτηριστώ & χαρακτηρισθώ learn. χαρακτηριστούμε & χαρακτηρισθούμε learn.
2ndχαρακτηριστείς & χαρακτηρισθείς learn. χαρακτηριστείτε & χαρακτηρισθείτε learn.
3rdχαρακτηριστεί & χαρακτηρισθεί learn. χαρακτηριστούν & χαρακτηρισθούν learn. & χαρακτηρισθούνε learn. & χαρακτηριστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndχαρακτηρίσουχαρακτηριστείτε & χαρακτηρισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveχαρακτηριστεί & χαρακτηρισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stχαρακτηριζόμουν & χαρακτηριζόμουνα oral. χαρακτηριζόμασταν & χαρακτηριζόμαστε
2ndχαρακτηριζόσουν & χαρακτηριζόσουνα oral. χαρακτηριζόσασταν & χαρακτηριζόσαστε oral.
3rdχαρακτηριζόταν & χαρακτηριζότανε oral. χαρακτηρίζονταν & χαρακτηριζόντανε oral. & χαρακτηριζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleχαρακτηρισμένος

Synonyms - Antonyms

χαρακτηρίζω v.

  1. S: αποδίδω χαρακτηρισμό: Χαρακτηρίζω απαράδεκτη τη στάση σου.
  2. Sπροσδιορίζω

χαρακτηρίζει

Sδιακρίνει: Τον χαρακτηρίζει η ευγένεια.


6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.