Λεξισκόπιο: οικονόμησα

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

οι-κο-νό-μη-σα

Μορφολογία

οικονομάω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοικονομάω & οικονομώοικονομάμε & οικονομούμε
Βοικονομάςοικονομάτε
Γοικονομά & οικονομάειοικονομάνε & οικονομούν & οικονομάν προφ. & οικονομούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βοικονόμα προφ. & οικονόμαγε προφ. οικονομάτε
Ενεστώτας-Μετοχήοικονομώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοικονόμησαοικονομήσαμε
Βοικονόμησεςοικονομήσατε
Γοικονόμησεοικονόμησαν & οικονομήσαν προφ. & οικονομήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοικονομήσωοικονομήσουμε & οικονομήσομε διαλ.
Βοικονομήσειςοικονομήσετε
Γοικονομήσειοικονομήσουν & οικονομήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βοικονόμησε & οικονόμα προφ. οικονομήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοοικονομήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοικονομούσα & οικονόμαγαοικονομάγαμε & οικονομούσαμε
Βοικονομούσες & οικονόμαγεςοικονομάγατε & οικονομούσατε
Γοικονομούσε & οικονόμαγεοικονομούσαν & οικονόμαγαν & οικονομάγαν προφ. & οικονομάγανε προφ. & οικονομούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοικονομιέμαιοικονομιόμαστε
Βοικονομιέσαιοικονομιέστε & οικονομιόσαστε προφ.
Γοικονομιέταιοικονομιούνται & οικονομιόνται προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βοικονομιέστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοικονομήθηκαοικονομηθήκαμε
Βοικονομήθηκεςοικονομηθήκατε
Γοικονομήθηκεοικονομήθηκαν & οικονομηθήκαν προφ. & οικονομηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοικονομηθώοικονομηθούμε
Βοικονομηθείςοικονομηθείτε
Γοικονομηθείοικονομηθούν & οικονομηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βοικονομήσουοικονομηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοοικονομηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοικονομιόμουν & οικονομιόμουνα προφ. οικονομιόμασταν & οικονομιόμαστε
Βοικονομιόσουν & οικονομιόσουνα προφ. οικονομιόσασταν & οικονομιόσαστε προφ.
Γοικονομιόταν & οικονομιότανε προφ. οικονομιούνταν & οικονομιόνταν & οικονομιόντανε προφ. & οικονομιόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήοικονομημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

οικονομάω ρήμ. προφ.

Σκερδίζω1, βγάζω13, αποκομίζω

οικονόμησα

Σπλούτισα, πιάστηκα


οικονομώ ρήμ.

  1. Σεξασφαλίζω2, βρίσκω2: Επί Κατοχής, μια φορά που οικονόμησε στάρι, του έκανε και κόλλυβα.
  2. Σδιευθετώ, ρυθμίζω2, κανονίζω2, τακτοποιώ2: Ο ποιητής οικονομεί έτσι τα πράγματα ώστε να οδηγεί σε κλιμάκωση της αγωνίας.

10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.