Λεξισκόπιο: αποκομίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-πο-κο-μί-ζω

Μορφολογία

αποκομίζω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκομίζωαποκομίζουμε & αποκομίζομε διαλ.
Βαποκομίζειςαποκομίζετε
Γαποκομίζειαποκομίζουν & αποκομίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποκόμιζεαποκομίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήαποκομίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκόμισα & απεκόμισα λόγ. αποκομίσαμε
Βαποκόμισες & απεκόμισες λόγ. αποκομίσατε
Γαποκόμισε & απεκόμισε λόγ. αποκόμισαν & απεκόμισαν λόγ. & αποκομίσαν προφ. & αποκομίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκομίσωαποκομίσουμε & αποκομίσομε διαλ.
Βαποκομίσειςαποκομίσετε
Γαποκομίσειαποκομίσουν & αποκομίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποκόμισεαποκομίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαποκομίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκόμιζα & απεκόμιζα λόγ. αποκομίζαμε
Βαποκόμιζες & απεκόμιζες λόγ. αποκομίζατε
Γαποκόμιζε & απεκόμιζε λόγ. αποκόμιζαν & απεκόμιζαν λόγ. & αποκομίζαν προφ. & αποκομίζανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

αποκομίζω ρήμ.

Σκερδίζω1, βγάζω13, προσπορίζομαι λόγ.: Αποκομίζει μεγάλα κέρδη από την επιχείρηση.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.