Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
κα-νο-νί-ζω
Μορφολογία
κανονίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κανονίζω | κανονίζουμε & κανονίζομε διαλ. |
Β | κανονίζεις | κανονίζετε |
Γ | κανονίζει | κανονίζουν & κανονίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | κανόνιζε | κανονίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | κανονίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κανόνισα | κανονίσαμε |
Β | κανόνισες | κανονίσατε |
Γ | κανόνισε | κανόνισαν & κανονίσαν προφ. & κανονίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κανονίσω | κανονίσουμε & κανονίσομε διαλ. |
Β | κανονίσεις | κανονίσετε |
Γ | κανονίσει | κανονίσουν & κανονίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | κανόνισε | κανονίσετε & κανονίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | κανονίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κανόνιζα | κανονίζαμε |
Β | κανόνιζες | κανονίζατε |
Γ | κανόνιζε | κανόνιζαν & κανονίζαν προφ. & κανονίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κανονίζομαι | κανονιζόμαστε |
Β | κανονίζεσαι | κανονίζεστε & κανονιζόσαστε προφ. |
Γ | κανονίζεται | κανονίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | κανονιζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κανονίστηκα | κανονιστήκαμε |
Β | κανονίστηκες | κανονιστήκατε |
Γ | κανονίστηκε | κανονίστηκαν & κανονιστήκαν προφ. & κανονιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κανονιστώ | κανονιστούμε |
Β | κανονιστείς | κανονιστείτε |
Γ | κανονιστεί | κανονιστούν & κανονιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | κανονίσου | κανονιστείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | κανονιστεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κανονιζόμουν & κανονιζόμουνα προφ. | κανονιζόμασταν & κανονιζόμαστε |
Β | κανονιζόσουν & κανονιζόσουνα προφ. | κανονιζόσασταν & κανονιζόσαστε προφ. |
Γ | κανονιζόταν & κανονιζότανε προφ. | κανονίζονταν & κανονιζόντανε προφ. & κανονιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | κανονισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
κανονίζω ρήμ.
- Σ: ρυθμίζω2, ορίζω3: Ο τροχονόμος κανονίζει την κυκλοφορία των οχημάτων.
- Σ: τακτοποιώ2, διευθετώ: Να κανονίζεις μόνος σου τις υποθέσεις σου.
- Σ: σχεδιάζω3, προγραμματίζω1: Έχετε κανονίσει να πάμε πουθενά απόψε;
- ειρων. Σ: τιμωρώ3, περιποιούμαι2 ειρων., συγυρίζω2 ειρων.: Ο λυκειάρχης κανόνισε τους ταραξίες.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.