Λεξισκόπιο: τιμωρώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

τι-μω-ρώ

Μορφολογία

τιμωρώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατιμωρώτιμωρούμε
Βτιμωρείςτιμωρείτε
Γτιμωρείτιμωρούν & τιμωρούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βτιμωρείτε
Ενεστώτας-Μετοχήτιμωρώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατιμώρησατιμωρήσαμε
Βτιμώρησεςτιμωρήσατε
Γτιμώρησετιμώρησαν & τιμωρήσαν προφ. & τιμωρήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατιμωρήσωτιμωρήσουμε & τιμωρήσομε διαλ.
Βτιμωρήσειςτιμωρήσετε
Γτιμωρήσειτιμωρήσουν & τιμωρήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βτιμώρησετιμωρήσετε & τιμωρήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοτιμωρήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατιμωρούσατιμωρούσαμε
Βτιμωρούσεςτιμωρούσατε
Γτιμωρούσετιμωρούσαν & τιμωρούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατιμωρούμαιτιμωρούμαστε προφ.
Βτιμωρείσαιτιμωρείστε
Γτιμωρείταιτιμωρούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βτιμωρείστε
Ενεστώτας-Μετοχήτιμωρούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατιμωρήθηκατιμωρηθήκαμε
Βτιμωρήθηκεςτιμωρηθήκατε
Γτιμωρήθηκετιμωρήθηκαν & τιμωρηθήκαν προφ. & τιμωρηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατιμωρηθώτιμωρηθούμε
Βτιμωρηθείςτιμωρηθείτε
Γτιμωρηθείτιμωρηθούν & τιμωρηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βτιμωρήσουτιμωρηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοτιμωρηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατιμωρούμουν προφ. & τιμωρούμουνα προφ. τιμωρούμασταν προφ. & τιμωρούμαστε προφ.
Βτιμωρούσουνα προφ. ---
Γτιμωρείτο λόγ. & τιμωρούνταν προφ. & τιμωρούτανε προφ. τιμωρούντο λόγ. & τιμωρούνταν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήτιμωρημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

τιμωρώ ρήμ.

  1. Σκολάζω2
  2. Σπατάσσω1 λόγ.
  3. Σκανονίζω4 ειρων., συγυρίζω2 ειρων.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.