Λεξισκόπιο: τρώω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

τρώ-ω

Μορφολογία

τρώω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατρώω & τρώγω διαλ. τρώμε & τρώγουμε διαλ.
Βτρως & τρώγεις διαλ. τρώτε & τρώγετε διαλ.
Γτρώει & τρώγει διαλ. τρων & τρώνε & τρώγουν διαλ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βτρώγετρώτε & τρώγετε διαλ.
Ενεστώτας-Μετοχήτρώγοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέφαγαφάγαμε
Βέφαγεςφάγατε
Γέφαγεέφαγαν & φάγαν προφ. & φάγανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφάωφάμε
Βφαςφάτε
Γφάειφάνε & φαν
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βφάεφάτε
Αόριστος-Απαρέμφατοφάει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέτρωγατρώγαμε
Βέτρωγεςτρώγατε
Γέτρωγεέτρωγαν & τρώγαν προφ. & τρώγανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατρώγομαιτρωγόμαστε
Βτρώγεσαιτρώγεστε & τρωγόσαστε προφ.
Γτρώγεταιτρώγονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βτρώγεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφαγώθηκαφαγωθήκαμε
Βφαγώθηκεςφαγωθήκατε
Γφαγώθηκεφαγώθηκαν & φαγωθήκαν προφ. & φαγωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αφαγωθώφαγωθούμε
Βφαγωθείςφαγωθείτε
Γφαγωθείφαγωθούν & φαγωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βφαγωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοφαγωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατρωγόμουν & τρωγόμουνα προφ. τρωγόμασταν & τρωγόμαστε
Βτρωγόσουν & τρωγόσουνα προφ. τρωγόσασταν & τρωγόσαστε προφ.
Γτρωγόταν & τρωγότανε προφ. τρώγονταν & τρωγόντανε προφ. & τρωγόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήφαγωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

τρώω ρήμ.

  1. Σμασάω: Το κασετόφωνο έφαγε την κασέτα.
  2. Σγευματίζω: Τι ώρα τρώτε συνήθως;
  3. Σκατασπαράζω: Τον έφαγε το λιοντάρι.
  4. Σκαταναλώνω2: Το αυτοκίνητό σου τρώει πολλή βενζίνη.
  5. Σξοδεύω1, δαπανάω1, σπαταλάω1: Έφαγε την περιουσία του στα χαρτιά.
  6. Σδέχομαι: Φάγαμε γκολ. / Έφαγα μια κλήση.
  7. Σνικάω1, κερδίζω2: Τους φάγαμε στο μπάσκετ.
  8.  προφ. Σπαραλείπω3, πηδάω6 προφ.: Έφαγε μια ολόκληρη πρόταση.
  9.  προφ. Σμασάω2 προφ., πιστεύω: Δεν τα τρώω αυτά.
  10.  προφ. Σσκοτώνω1, ξεπαστρεύω προφ.: Τον έφαγαν πισώπλατα.
  11.  προφ. Σκλέβω1, βουτάω5: Του έφαγαν τη μηχανή μπροστά στα μάτια του.
  12.  προφ. Σκαταχρώμαι2, υπεξαιρώ2 λόγ.: Ποιοι έφαγαν τα δις των επιδοτήσεων;

τρώει

  1. Σφθείρει, καταστρέφει, κατατρώει: Το νερό τρώει το βράχο.
  2. Στυραννάει, βασανίζει: Τον τρώει η ζήλια.
  3. Σαπαιτεί, παίρνει1: Αυτή η δουλειά τρώει πολύ χρόνο.

τρώγομαι

  1. Σείμαι υποφερτός: Η φωνή της απλώς τρώγεται.
  2. Σμεμψιμοιρώ, γκρινιάζω, κλαψουρίζω2: Όλο τρώγεσαι.
  3. Σμαλώνω2, καβγαδίζω προφ., φαγώνομαι1 προφ.

τρώγεται

Σείναι φαγώσιμο: Είναι άγουρο, δεν τρώγεται.

ΕΚΦ: τις τρώω, τρώω ξύλο, τρώω τα μούτρα μου, τρώω της χρονιάς μου, τρώω το κεφάλι μου, τρώω τον αγλέουρα, τρώω τον άμπακα, τρώω τον περίδρομο, τρώω φύσημα, τρώγομαι με τα ρούχα μου


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.