Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
κλέ-βω
Μορφολογία
κλέβω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κλέβω | κλέβουμε & κλέβομε διαλ. |
Β | κλέβεις | κλέβετε |
Γ | κλέβει | κλέβουν & κλέβουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | κλέβε | κλέβετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | κλέβοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | έκλεψα | κλέψαμε |
Β | έκλεψες | κλέψατε |
Γ | έκλεψε | έκλεψαν & κλέψαν προφ. & κλέψανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κλέψω | κλέψουμε & κλέψομε διαλ. |
Β | κλέψεις | κλέψετε |
Γ | κλέψει | κλέψουν & κλέψουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | κλέψε | κλέψτε & κλέφτε προφ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | κλέψει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | έκλεβα | κλέβαμε |
Β | έκλεβες | κλέβατε |
Γ | έκλεβε | έκλεβαν & κλέβαν προφ. & κλέβανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κλέβομαι | κλεβόμαστε |
Β | κλέβεσαι | κλέβεστε & κλεβόσαστε προφ. |
Γ | κλέβεται | κλέβονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κλάπηκα & κλέφτηκα | κλαπήκαμε & κλεφτήκαμε |
Β | κλάπηκες & κλέφτηκες | κλαπήκατε & κλεφτήκατε |
Γ | κλάπηκε & κλέφτηκε & εκλάπη λόγ. | κλάπηκαν & κλέφτηκαν & εκλάπησαν λόγ. & κλαπήκαν προφ. & κλαπήκανε προφ. & κλεφτήκαν προφ. & κλεφτήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κλαπώ & κλεφτώ | κλαπούμε & κλεφτούμε |
Β | κλαπείς & κλεφτείς | κλαπείτε & κλεφτείτε |
Γ | κλαπεί & κλεφτεί | κλαπούν & κλεφτούν & κλαπούνε προφ. & κλεφτούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | κλέψου | κλαπείτε & κλεφτείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | κλαπεί & κλεφτεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | κλεβόμουν & κλεβόμουνα προφ. | κλεβόμασταν & κλεβόμαστε |
Β | κλεβόσουν & κλεβόσουνα προφ. | κλεβόσασταν & κλεβόσαστε προφ. |
Γ | κλεβόταν & κλεβότανε προφ. | κλέβονταν & κλεβόντανε προφ. & κλεβόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | κλεμμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
κλέβω ρήμ.
- Σ: ξαφρίζω λαϊκ., βουτάω5, σουφρώνω2 προφ., αποσπώ3, υπεξαιρώ1 λόγ.: Μου έκλεψαν όλα τα κοσμήματα.
- Σ: ληστεύω, κάνω διάρρηξη, διαρρηγνύω3 λόγ.: Του έκλεψαν το σπίτι.
- Σ: ιδιοποιούμαι, παίρνω6: Μας έκλεψαν την ιδέα.
- Σ: απάγω, αρπάζω3: Της έκλεψαν το παιδί.
- Σ: κάνω ζαβολιά: Μας έκλεβε στα χαρτιά.
- Σ: αντιγράφω2: Έκλεβε στις εξετάσεις.
- Σ: ξεκλέβω προφ., εξοικονομώ2, γλιτώνω5
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.