Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
συ-σκο-τί-ζω
Μορφολογία
συσκοτίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συσκοτίζω | συσκοτίζουμε & συσκοτίζομε διαλ. |
Β | συσκοτίζεις | συσκοτίζετε |
Γ | συσκοτίζει | συσκοτίζουν & συσκοτίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | συσκότιζε | συσκοτίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | συσκοτίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συσκότισα | συσκοτίσαμε |
Β | συσκότισες | συσκοτίσατε |
Γ | συσκότισε | συσκότισαν & συσκοτίσαν προφ. & συσκοτίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συσκοτίσω | συσκοτίσουμε & συσκοτίσομε διαλ. |
Β | συσκοτίσεις | συσκοτίσετε |
Γ | συσκοτίσει | συσκοτίσουν & συσκοτίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | συσκότισε | συσκοτίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | συσκοτίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συσκότιζα | συσκοτίζαμε |
Β | συσκότιζες | συσκοτίζατε |
Γ | συσκότιζε | συσκότιζαν & συσκοτίζαν προφ. & συσκοτίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συσκοτίζομαι | συσκοτιζόμαστε |
Β | συσκοτίζεσαι | συσκοτίζεστε & συσκοτιζόσαστε προφ. |
Γ | συσκοτίζεται | συσκοτίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | συσκοτίζεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | συσκοτιζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συσκοτίστηκα & συσκοτίσθηκα λόγ. | συσκοτιστήκαμε & συσκοτισθήκαμε λόγ. |
Β | συσκοτίστηκες & συσκοτίσθηκες λόγ. | συσκοτιστήκατε & συσκοτισθήκατε λόγ. |
Γ | συσκοτίστηκε & συσκοτίσθηκε λόγ. | συσκοτίστηκαν & συσκοτίσθηκαν λόγ. & συσκοτιστήκαν προφ. & συσκοτιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συσκοτιστώ & συσκοτισθώ λόγ. | συσκοτιστούμε & συσκοτισθούμε λόγ. |
Β | συσκοτιστείς & συσκοτισθείς λόγ. | συσκοτιστείτε & συσκοτισθείτε λόγ. |
Γ | συσκοτιστεί & συσκοτισθεί λόγ. | συσκοτιστούν & συσκοτισθούν λόγ. & συσκοτισθούνε λόγ. & συσκοτιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | συσκοτίσου | συσκοτιστείτε & συσκοτισθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | συσκοτιστεί & συσκοτισθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | συσκοτιζόμουν & συσκοτιζόμουνα προφ. | συσκοτιζόμασταν & συσκοτιζόμαστε |
Β | συσκοτιζόσουν & συσκοτιζόσουνα προφ. | συσκοτιζόσασταν & συσκοτιζόσαστε προφ. |
Γ | συσκοτιζόταν & συσκοτιζότανε προφ. | συσκοτίζονταν & συσκοτιζόντανε προφ. & συσκοτιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | συσκοτισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
συσκοτίζω ρήμ. λόγ.
- Σ: προκαλώ συσκότιση, σκοτεινιάζω Α: φωτίζω1
- Σ: θολώνω4, συγχύζω2: Το συναίσθημα συσκοτίζει την ικανότητα κρίσης.
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.