Λεξισκόπιο: θολώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

θο-λώ-νω

Μορφολογία

θολώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθολώνωθολώνουμε & θολώνομε διαλ.
Βθολώνειςθολώνετε
Γθολώνειθολώνουν & θολώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθόλωνεθολώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήθολώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθόλωσαθολώσαμε
Βθόλωσεςθολώσατε
Γθόλωσεθόλωσαν & θολώσαν προφ. & θολώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθολώσωθολώσουμε & θολώσομε διαλ.
Βθολώσειςθολώσετε
Γθολώσειθολώσουν & θολώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθόλωσεθολώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοθολώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθόλωναθολώναμε
Βθόλωνεςθολώνατε
Γθόλωνεθόλωναν & θολώναν προφ. & θολώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήθολωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

θολώνω ρήμ.

  1. Σκάνω θολό: Κουνώντας το βαρέλι το θόλωσες το κρασί. Αξεθολώνω1
  2. Σθαμπώνω1: Οι ανάσες θολώνουν τον καθρέφτη. Αξεθαμπώνω
  3. Σσκοτεινιάζω: Το μαύρο σύννεφο θόλωσε τον ουρανό. Αφωτίζω1
  4. Σσυγχύζω2, συσκοτίζω2 λόγ.: Η γοητεία δε θολώνει την κρίση τους.
  5. Σσυγχύζομαι, ταράζομαι: Θόλωσα και θα 'χουμε μπελάδες!

θολώνει

  1. Σγίνεται θολό: Θόλωσε το νερό του πηγαδιού. Αξεθολώνει
  2. Σσυσκοτίζεται λόγ., σκοτεινιάζει1, μαυρίζει1: Θόλωσε ο ουρανός.

3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.