Λεξισκόπιο: πονάω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πο-νά-ω

Μορφολογία

πονάω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απονώ & πονάω προφ. πονάμε & πονούμε
Βπονάςπονάτε
Γπονά & πονάει προφ. πονούν & πονάν προφ. & πονάνε προφ. & πονούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπόνα προφ. & πόναγε προφ. πονάτε
Ενεστώτας-Μετοχήπονώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απόνεσαπονέσαμε
Βπόνεσεςπονέσατε
Γπόνεσεπόνεσαν & πονέσαν προφ. & πονέσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απονέσωπονέσουμε & πονέσομε διαλ.
Βπονέσειςπονέσετε
Γπονέσειπονέσουν & πονέσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπόνεσε & πόνα προφ. πονέσετε & πονέστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπονέσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απονούσα & πόναγα προφ. πονούσαμε & πονάγαμε προφ.
Βπονούσες & πόναγες προφ. πονούσατε & πονάγατε προφ.
Γπονούσε & πόναγε προφ. πονούσαν & πονάγαν προφ. & πονάγανε προφ. & πονούσανε προφ. & πόναγαν προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήπονεμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

πονάω ρήμ.

  1. Σαισθάνομαι πόνο, υποφέρω2
  2. Σπροκαλώ πόνο
  3. Σνοιάζομαι1, ενδιαφέρομαι: Πονάω τον τόπο μου. Ααδιαφορώ1
  4. Σσυμπονώ, λυπάμαι2: Τον πόνεσε η ψυχή μου.

6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.