Λεξισκόπιο: νοιάζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

νοιά-ζο-μαι

Μορφολογία

νοιάζει ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γνοιάζεινοιάζουν
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γένοιαξεένοιαξαν
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γνοιάξεινοιάξουν
Αόριστος-Απαρέμφατονοιάξει
Παρατατικός-Οριστική
Ενικός
Α---
Β---
Γένοιαζαν & ένοιαζε
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανοιάζομαινοιαζόμαστε
Βνοιάζεσαινοιάζεστε & νοιαζόσαστε προφ.
Γνοιάζεταινοιάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βνοιάζεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανοιάστηκανοιαστήκαμε
Βνοιάστηκεςνοιαστήκατε
Γνοιάστηκενοιάστηκαν & νοιαστήκαν προφ. & νοιαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανοιαστώνοιαστούμε
Βνοιαστείςνοιαστείτε
Γνοιαστείνοιαστούν & νοιαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βνοιάσου & νοιάξου προφ. νοιαστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατονοιαστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανοιαζόμουν & νοιαζόμουνα προφ. νοιαζόμασταν & νοιαζόμαστε
Βνοιαζόσουν & νοιαζόσουνα προφ. νοιαζόσασταν & νοιαζόσαστε προφ.
Γνοιαζόταν & νοιαζότανε προφ. νοιάζονταν & νοιαζόντανε προφ. & νοιαζόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

νοιάζει ρήμ.

Σαπασχολεί, ενδιαφέρει: Δε με νοιάζει τι θα πει ο κόσμος.

νοιάζομαι

  1. Σφροντίζω1, μεριμνώ1 λόγ., ενδιαφέρομαι: Ο απλός πολίτης θέλει μια κυβέρνηση που να νοιάζεται γι' αυτόν. Ααδιαφορώ1
  2. Σανησυχώ4, αγωνιώ: Μη νοιάζεσαι για μένα, μπορώ να τα καταφέρω. Αξενοιάζω
  3. Σπεριθάλπω λόγ., περιποιούμαι: Ποιος θα σε νοιαστεί όταν γεράσεις;

10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.