Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ξε-νοι-κιά-ζω
Μορφολογία
ξενοικιάζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξενοικιάζω | ξενοικιάζουμε & ξενοικιάζομε διαλ. |
Β | ξενοικιάζεις | ξενοικιάζετε |
Γ | ξενοικιάζει | ξενοικιάζουν & ξενοικιάζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ξενοίκιαζε | ξενοικιάζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ξενοικιάζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξενοίκιασα | ξενοικιάσαμε |
Β | ξενοίκιασες | ξενοικιάσατε |
Γ | ξενοίκιασε | ξενοίκιασαν & ξενοικιάσαν προφ. & ξενοικιάσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξενοικιάσω | ξενοικιάσουμε & ξενοικιάσομε διαλ. |
Β | ξενοικιάσεις | ξενοικιάσετε |
Γ | ξενοικιάσει | ξενοικιάσουν & ξενοικιάσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ξενοίκιασε | ξενοικιάστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ξενοικιάσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξενοίκιαζα | ξενοικιάζαμε |
Β | ξενοίκιαζες | ξενοικιάζατε |
Γ | ξενοίκιαζε | ξενοίκιαζαν & ξενοικιάζαν προφ. & ξενοικιάζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξενοικιάζομαι | ξενοικιαζόμαστε |
Β | ξενοικιάζεσαι | ξενοικιάζεστε & ξενοικιαζόσαστε προφ. |
Γ | ξενοικιάζεται | ξενοικιάζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | ξενοικιάζεστε |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξενοικιάστηκα & ξενοικιάσθηκα λόγ. | ξενοικιαστήκαμε & ξενοικιασθήκαμε λόγ. |
Β | ξενοικιάστηκες & ξενοικιάσθηκες λόγ. | ξενοικιαστήκατε & ξενοικιασθήκατε λόγ. |
Γ | ξενοικιάστηκε & ξενοικιάσθηκε λόγ. | ξενοικιάστηκαν & ξενοικιάσθηκαν λόγ. & ξενοικιαστήκαν προφ. & ξενοικιαστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξενοικιαστώ & ξενοικιασθώ λόγ. | ξενοικιαστούμε & ξενοικιασθούμε λόγ. |
Β | ξενοικιαστείς & ξενοικιασθείς λόγ. | ξενοικιαστείτε & ξενοικιασθείτε λόγ. |
Γ | ξενοικιαστεί & ξενοικιασθεί λόγ. | ξενοικιαστούν & ξενοικιασθούν λόγ. & ξενοικιασθούνε λόγ. & ξενοικιαστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ξενοικιάσου | ξενοικιαστείτε & ξενοικιασθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ξενοικιαστεί & ξενοικιασθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξενοικιαζόμουν & ξενοικιαζόμουνα προφ. | ξενοικιαζόμασταν & ξενοικιαζόμαστε |
Β | ξενοικιαζόσουν & ξενοικιαζόσουνα προφ. | ξενοικιαζόσασταν & ξενοικιαζόσαστε προφ. |
Γ | ξενοικιαζόταν & ξενοικιαζότανε προφ. | ξενοικιάζονταν & ξενοικιαζόντανε προφ. & ξενοικιαζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | ξενοικιασμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
ξενοικιάζω ρήμ.
- Σ: αφήνω13: Θα ξενοικιάσει το σπίτι μόλις βρει μεγαλύτερο. Α: νοικιάζω2, μισθώνω1
- Α: νοικιάζω1, εκμισθώνω: Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού θα το ξενοικιάσει σύντομα λόγω ιδιοχρησίας.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.