Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
μι-σθώ-νω
Μορφολογία
μισθώνω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μισθώνω | μισθώνουμε & μισθώνομε διαλ. |
Β | μισθώνεις | μισθώνετε |
Γ | μισθώνει | μισθώνουν & μισθώνουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | μίσθωνε | μισθώνετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | μισθώνοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μίσθωσα | μισθώσαμε |
Β | μίσθωσες | μισθώσατε |
Γ | μίσθωσε | μίσθωσαν & μισθώσαν προφ. & μισθώσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μισθώσω | μισθώσουμε & μισθώσομε διαλ. |
Β | μισθώσεις | μισθώσετε |
Γ | μισθώσει | μισθώσουν & μισθώσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | μίσθωσε | μισθώστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | μισθώσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μίσθωνα | μισθώναμε |
Β | μίσθωνες | μισθώνατε |
Γ | μίσθωνε | μίσθωναν & μισθώναν προφ. & μισθώνανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μισθώνομαι | μισθωνόμαστε |
Β | μισθώνεσαι | μισθώνεστε & μισθωνόσαστε προφ. |
Γ | μισθώνεται | μισθώνονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | μισθούμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μισθώθηκα | μισθωθήκαμε |
Β | μισθώθηκες | μισθωθήκατε |
Γ | μισθώθηκε | μισθώθηκαν & μισθωθήκαν προφ. & μισθωθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μισθωθώ | μισθωθούμε |
Β | μισθωθείς | μισθωθείτε |
Γ | μισθωθεί | μισθωθούν & μισθωθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | μισθώσου | μισθωθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | μισθωθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μισθωνόμουν & μισθωνόμουνα προφ. | μισθωνόμασταν & μισθωνόμαστε |
Β | μισθωνόσουν & μισθωνόσουνα προφ. | μισθωνόσασταν & μισθωνόσαστε προφ. |
Γ | μισθωνόταν & μισθωνότανε προφ. | μισθώνονταν & μισθωνόντανε προφ. & μισθωνόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | μισθωμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
μισθώνω ρήμ.
- Σ: νοικιάζω2, πιάνω10 προφ. Α: ξενοικιάζω1, αφήνω13
- Σ: ναυλώνω
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.