Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
α-πο-σι-ω-πώ
Μορφολογία
αποσιωπώ ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποσιωπώ | αποσιωπούμε |
Β | αποσιωπάς | αποσιωπάτε |
Γ | αποσιωπά | αποσιωπούν |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αποσιωπώντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποσιώπησα | αποσιωπήσαμε |
Β | αποσιώπησες | αποσιωπήσατε |
Γ | αποσιώπησε | αποσιώπησαν & αποσιωπήσαν προφ. & αποσιωπήσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποσιωπήσω | αποσιωπήσουμε & αποσιωπήσομε διαλ. |
Β | αποσιωπήσεις | αποσιωπήσετε |
Γ | αποσιωπήσει | αποσιωπήσουν & αποσιωπήσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποσιώπησε | αποσιωπήσετε & αποσιωπήστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αποσιωπήσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποσιωπούσα | αποσιωπούσαμε |
Β | αποσιωπούσες | αποσιωπούσατε |
Γ | αποσιωπούσε | αποσιωπούσαν & αποσιωπούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποσιωπώμαι | αποσιωπώμεθα λόγ. & αποσιωπόμαστε προφ. |
Β | αποσιωπάσαι | αποσιωπάσθε λόγ. & αποσιωπάστε προφ. |
Γ | αποσιωπάται | αποσιωπώνται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | αποσιωπάσθε λόγ. & αποσιωπάστε προφ. |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | αποσιωπώμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποσιωπήθηκα | αποσιωπηθήκαμε |
Β | αποσιωπήθηκες | αποσιωπηθήκατε |
Γ | αποσιωπήθηκε | αποσιωπήθηκαν & αποσιωπηθήκαν προφ. & αποσιωπηθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | αποσιωπηθώ | αποσιωπηθούμε |
Β | αποσιωπηθείς | αποσιωπηθείτε |
Γ | αποσιωπηθεί | αποσιωπηθούν & αποσιωπηθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | αποσιωπήσου | αποσιωπηθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | αποσιωπηθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | --- | --- |
Β | --- | --- |
Γ | αποσιωπάτο λόγ. | αποσιωπώντο λόγ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | αποσιωπημένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
αποσιωπώ ρήμ.
Σ: αποκρύπτω2, κρύβω3, παρασιωπώ: Διηγήθηκε την ιστορία αποσιωπώντας μερικά σημεία. Α: φανερώνω1, αποκαλύπτω1
7 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.