Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
α-νοιγ-μέ-νος
Μορφολογία
ανοίγω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανοίγω | ανοίγουμε & ανοίγομε διαλ. |
Β | ανοίγεις | ανοίγετε |
Γ | ανοίγει | ανοίγουν & ανοίγουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | άνοιγε | ανοίγετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ανοίγοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | άνοιξα | ανοίξαμε |
Β | άνοιξες | ανοίξατε |
Γ | άνοιξε | άνοιξαν & ανοίξαν προφ. & ανοίξανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανοίξω | ανοίξουμε & ανοίξομε διαλ. |
Β | ανοίξεις | ανοίξετε |
Γ | ανοίξει | ανοίξουν & ανοίξουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | άνοιξε | ανοίξετε & ανοίξτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ανοίξει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | άνοιγα | ανοίγαμε |
Β | άνοιγες | ανοίγατε |
Γ | άνοιγε | άνοιγαν & ανοίγαν προφ. & ανοίγανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανοίγομαι | ανοιγόμαστε |
Β | ανοίγεσαι | ανοίγεστε & ανοιγόσαστε προφ. |
Γ | ανοίγεται | ανοίγονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ανοιγόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανοίχτηκα & ανοίχθηκα λόγ. | ανοιχτήκαμε & ανοιχθήκαμε λόγ. |
Β | ανοίχτηκες & ανοίχθηκες λόγ. | ανοιχτήκατε & ανοιχθήκατε λόγ. |
Γ | ανοίχτηκε & ανοίχθηκε λόγ. | ανοίχτηκαν & ανοίχθηκαν λόγ. & ανοιχτήκαν προφ. & ανοιχτήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανοιχτώ & ανοιχθώ λόγ. | ανοιχτούμε & ανοιχθούμε λόγ. |
Β | ανοιχτείς & ανοιχθείς λόγ. | ανοιχτείτε & ανοιχθείτε λόγ. |
Γ | ανοιχτεί & ανοιχθεί λόγ. | ανοιχτούν & ανοιχθούν λόγ. & ανοιχθούνε λόγ. & ανοιχτούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ανοίξου | ανοιχτείτε & ανοιχθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ανοιχτεί & ανοιχθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ανοιγόμουν & ανοιγόμουνα προφ. | ανοιγόμασταν & ανοιγόμαστε |
Β | ανοιγόσουν & ανοιγόσουνα προφ. | ανοιγόσασταν & ανοιγόσαστε προφ. |
Γ | ανοιγόταν & ανοιγότανε προφ. | ανοίγονταν & ανοιγόντανε προφ. & ανοιγόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | ανοιγμένος |
ανοιγμένος μτχ. παθ. παρακ.
Αρσενικό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | ο | ανοιγμένος | οι | ανοιγμένοι |
Γενική | του | ανοιγμένου | των | ανοιγμένων |
Αιτιατική | τον | ανοιγμένο | τους | ανοιγμένους |
Κλητική | | ανοιγμένε | | ανοιγμένοι |
|
Θηλυκό |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η | ανοιγμένη | οι | ανοιγμένες |
Γενική | της | ανοιγμένης | των | ανοιγμένων |
Αιτιατική | την | ανοιγμένη | τις | ανοιγμένες |
Κλητική | | ανοιγμένη | | ανοιγμένες |
|
Ουδέτερο |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Ονομαστική | το | ανοιγμένο | τα | ανοιγμένα |
Γενική | του | ανοιγμένου | των | ανοιγμένων |
Αιτιατική | το | ανοιγμένο | τα | ανοιγμένα |
Κλητική | | ανοιγμένο | | ανοιγμένα |
|
Συνώνυμα - Αντίθετα
ανοίγω ρήμ.
- Α: κλείνω1, σφαλίζω1 λαϊκ.: Άνοιξε τα μάτια.
- Σ: ξεκλειδώνω: Άνοιξαν την πόρτα. Α: κλειδώνω1
- Σ: ξεσκεπάζω1: Άνοιξε την κατσαρόλα. Α: σκεπάζω2
- Σ: ξεδιπλώνω, ξετυλίγω1: Άνοιξε το δέμα.
- Σ: φαρδαίνω1: Κάνουν έργα για να ανοίξουν το δρόμο. Α: στενεύω1
- Σ: διανοίγω λόγ.: Άνοιξαν σήραγγα.
- Σ: αρχίζω, ξεκινάω1: Άνοιξε τη συζήτηση λέγοντας ότι διαφωνεί.
- Σ: θέτω σε λειτουργία: Άνοιξα την τηλεόραση. / Άνοιξε το ντους. Α: διακόπτω τη λειτουργία, κλείνω4
- Σ: ιδρύω2, δημιουργώ3: Άνοιξε γραφείο τουρισμού.
- Σ: ξανοίγω: Ανοίγουμε τα σκούρα χρώματα. Α: σκουραίνω
ανοίγει
- Σ: ιδρύεται, εγκαινιάζεται: Άνοιξε νέα αλυσίδα σουπερμάρκετ.
- Σ: ξεδιπλώνεται1: Τα πανιά άνοιξαν από τον αέρα.
- Σ: σκάει3: Άνοιξε ο σοβάς.
ανοίγομαι
- Σ: βγαίνω στ' ανοιχτά, απομακρύνομαι1, ξεμακραίνω1
- Σ: ανοίγω την καρδιά μου, βγάζω τα σώψυχά μου
- Σ: ξοδεύω υπερβολικά, ξανοίγομαι2
ΕΚΦ: ανοίγω πανιά, ανοίγω σπίτι, ανοίγω τα μάτια, ανοίγω την καρδιά μου, ανοίγω το σπίτι μου, ανοίγει η καρδιά μου
2 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.