Λεξισκόπιο: δημιουργώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δη-μι-ουρ-γώ

Μορφολογία

δημιουργώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδημιουργώδημιουργούμε
Βδημιουργείςδημιουργείτε
Γδημιουργείδημιουργούν & δημιουργούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδημιουργείτε
Ενεστώτας-Μετοχήδημιουργώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδημιούργησαδημιουργήσαμε
Βδημιούργησεςδημιουργήσατε
Γδημιούργησεδημιούργησαν & δημιουργήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδημιουργήσωδημιουργήσουμε & δημιουργήσομε διαλ.
Βδημιουργήσειςδημιουργήσετε
Γδημιουργήσειδημιουργήσουν & δημιουργήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδημιούργησεδημιουργήσετε & δημιουργήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοδημιουργήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδημιουργούσαδημιουργούσαμε
Βδημιουργούσεςδημιουργούσατε
Γδημιουργούσεδημιουργούσαν & δημιουργούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδημιουργούμαιδημιουργούμαστε
Βδημιουργείσαιδημιουργείστε
Γδημιουργείταιδημιουργούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδημιουργείστε
Ενεστώτας-Μετοχήδημιουργούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδημιουργήθηκαδημιουργηθήκαμε
Βδημιουργήθηκεςδημιουργηθήκατε
Γδημιουργήθηκεδημιουργήθηκαν & δημιουργηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδημιουργηθώδημιουργηθούμε
Βδημιουργηθείςδημιουργηθείτε
Γδημιουργηθείδημιουργηθούν & δημιουργηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδημιουργήσουδημιουργηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοδημιουργηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γδημιουργούνταν & δημιουργείτο λόγ. δημιουργούνταν & δημιουργούντο λόγ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

δημιουργώ ρήμ.

  1. Σφτιάχνω1 προφ., σχηματίζω1, πλάθω1
  2. Σαποκτώ3: Δημιούργησε φιλίες που άντεξαν στα χρόνια.
  3. Σθεμελιώνω3, ιδρύω2: Δημιούργησαν ένα νέο ερευνητικό κέντρο.
  4. Σπροξενώ, προκαλώ2: Δημιούργησε πανικό.

Προθήματα - Επιθήματα

-ουργ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -ουργ- αναφέρονται στην έννοια του ανθρώπινου έργου ή επιτεύγματος.Το συστατικό -ουργ- προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό έργον. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-ουργώ [urγó]

Για παράδειγμα, μεγαλουργεί κάποιος όταν πραγματοποιεί σημαντικά κατορθώματα, ενώ ο γιατρός χειρουργεί κάποιον όταν του κάνει χειρουργική επέμβαση.

δημιουργώ, θαυματουργώ, ιερουργώ, κατακρεουργώ, λειτουργώ, μεγαλουργώ, ραδιουργώ, στιχουργώ, χειρουργώ

Ουσιαστικά

-ούργημα [úrjima]

Για παράδειγμα, κακούργημα είναι η εγκληματική πράξη, ενώ το τερατούργημα είναι μια πολύ άσχημη ή κακοφτιαγμένη κατασκευή.

ανοσιούργημα, αραβούργημα, αριστούργημα, δημιούργημα, κακούργημα, λειτούργημα, στιχούργημα, τερατούργημα, τεχνούργημα

-ουργία [urjía]

Για παράδειγμα, η μεταξουργία είναι η παραγωγή και επεξεργασία του μεταξιού.

αμπελουργία, δημιουργία, δραματουργία, ελαιουργία, λειτουργία, μεταξουργία, πανουργία, πυροτεχνουργία, ραδιουργία, σιδηρουργία, στιχουργία, τελετουργία, υφαντουργία, χαλυβουργία

-ουργός [urγós]

Για παράδειγμα, ο αμπελουργός καλλιεργεί αμπέλια, ενώ ο δραματουργός ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων.

αμαξουργός, αμπελουργός, αυτουργός, γναθοχειρουργός, δημιουργός, δραματουργός, καρδιοχειρουργός, μελισσουργός, μεταλλουργός, μεταξουργός, μηχανουργός, μουσουργός, ξυλουργός, οπλουργός, πρωθυπουργός, πυροτεχνουργός, σιδηρουργός, στιχουργός, ταπητουργός, ταχυδακτυλουργός, τεχνουργός, υπουργός, υφυπουργός, χειρουργός

✔ Ο χειρουργός απαντά συνήθως ως χειρούργος. Στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής αναφέρεται ότι η μετακίνηση του τόνου στο χειρούργος οφείλεται σε επίδραση του λατινικού και ιταλικού τονισμού (chirurgo < chirurgus). Φαίνεται υπερβολικό να επιμένει κανείς στον τονισμό στη λήγουσα με μοναδικό επιχείρημα την αρχαιοελληνική προέλευση (χειρουργός).

Επίθετα

-ούργητος [úrγitos], -ούργητη, -ούργητο

Για παράδειγμα, αυτοδημιούργητος είναι αυτός που έχει πετύχει κοινωνικά ή οικονομικά αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις.

αδημιούργητος, αλειτούργητος, αυτοδημιούργητος, αχειρούργητος

✔ Τα περισσότερα από αυτά τα επίθετα σχηματίζονται με το στερητικό α-*.

-ούργος [úrγos], -ούργα, -ούργο

Για παράδειγμα, ο κακούργος είναι αυτός που φέρεται με ιδιαίτερη σκληρότητα και απανθρωπιά.

κακούργος, πανούργος, ραδιούργος

-ουργός [urγós], -ουργός/-ουργή, -ουργό (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, η γενεσιουργός αιτία ενός φαινομένου είναι αυτή που το δημιουργεί ή που το προκαλεί, ενώ λέμε ότι ένα φάρμακο είναι θαυματουργό όταν είναι πολύ αποτελεσματικό.

γενεσιουργός, θαυματουργός

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.