Λεξισκόπιο: αδειάζει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-δειά-ζει

Μορφολογία

αδειάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααδειάζωαδειάζουμε & αδειάζομε διαλ.
Βαδειάζειςαδειάζετε
Γαδειάζειαδειάζουν & αδειάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βάδειαζεαδειάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήαδειάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αάδειασααδειάσαμε
Βάδειασεςαδειάσατε
Γάδειασεάδειασαν & αδειάσαν προφ. & αδειάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααδειάσωαδειάσουμε & αδειάσομε διαλ.
Βαδειάσειςαδειάσετε
Γαδειάσειαδειάσουν & αδειάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βάδειασεαδειάσετε & αδειάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαδειάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αάδειαζααδειάζαμε
Βάδειαζεςαδειάζατε
Γάδειαζεάδειαζαν & αδειάζαν προφ. & αδειάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααδειάζομαιαδειαζόμαστε
Βαδειάζεσαιαδειάζεστε & αδειαζόσαστε προφ.
Γαδειάζεταιαδειάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαδειάζεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααδειάστηκααδειαστήκαμε
Βαδειάστηκεςαδειαστήκατε
Γαδειάστηκεαδειάστηκαν & αδειαστήκαν προφ. & αδειαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααδειαστώαδειαστούμε
Βαδειαστείςαδειαστείτε
Γαδειαστείαδειαστούν & αδειαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαδειάσουαδειαστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαδειαστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααδειαζόμουν & αδειαζόμουνα προφ. αδειαζόμασταν & αδειαζόμαστε
Βαδειαζόσουν & αδειαζόσουνα προφ. αδειαζόσασταν & αδειαζόσαστε προφ.
Γαδειαζόταν & αδειαζότανε προφ. αδειάζονταν & αδειαζόντανε προφ. & αδειαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαδειασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αδειάζω ρήμ.

  1. Σεκκενώνω λόγ.: Αδειάσαμε την αποθήκη. Αγεμίζω1
  2. Σχύνω1, ρίχνω: Άδειασε το νερό στην κανάτα.
  3.  προφ. Σευκαιρώ, προλαβαίνω3, έχω χρόνο: Δεν αδειάζω για βόλτες.
  4.  προφ. Σαφήνω εκτεθειμένο, εκθέτω3: Ο πρωθυπουργός άδειασε τον απείθαρχο βουλευτή. Ακαλύπτω3

αδειάζει

  1. Σεκκενώνεται λόγ., εγκαταλείπεται, ερημώνει: Τον Αύγουστο η Αθήνα αδειάζει. Αγεμίζει
  2. Σαποφορτίζεται, εκφορτίζεται: Άδειασε η μπαταρία. Αφορτίζεται

ΕΚΦ: αδειάζω τη γωνιά


5 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.