Λεξισκόπιο: ρίχνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ρί-χνω

Μορφολογία

ρίχνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αρίχνωρίχνουμε & ρίχνομε διαλ.
Βρίχνειςρίχνετε
Γρίχνειρίχνουν & ρίχνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βρίχνερίχνετε
Ενεστώτας-Μετοχήρίχνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέριξαρίξαμε
Βέριξεςρίξατε
Γέριξεέριξαν & ρίξαν προφ. & ρίξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αρίξωρίξουμε & ρίξομε διαλ.
Βρίξειςρίξετε
Γρίξειρίξουν & ρίξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βρίξερίξετε & ρίξτε & ρίχτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατορίξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέριχναρίχναμε
Βέριχνεςρίχνατε
Γέριχνεέριχναν & ρίχναν προφ. & ρίχνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αρίχνομαιριχνόμαστε
Βρίχνεσαιρίχνεστε & ριχνόσαστε προφ.
Γρίχνεταιρίχνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βρίχνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αρίχτηκαριχτήκαμε
Βρίχτηκεςριχτήκατε
Γρίχτηκερίχτηκαν & ριχτήκαν προφ. & ριχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αριχτώριχτούμε
Βριχτείςριχτείτε
Γριχτείριχτούν & ριχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βρίξουριχτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοριχτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αριχνόμουν & ριχνόμουνα προφ. ριχνόμασταν & ριχνόμαστε
Βριχνόσουν & ριχνόσουνα προφ. ριχνόσασταν & ριχνόσαστε προφ.
Γριχνόταν & ριχνότανε προφ. ρίχνονταν & ριχνόντανε προφ. & ριχνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήριγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ρίχνω ρήμ.

  1. Σπετάω1: Έριξε την μπάλα προς το καλάθι.
  2. Σκαταρρίπτω1 λόγ.: Έριξαν το ελικόπτερο.
  3. Σγκρεμίζω1, κατεδαφίζω: Έριξαν τον τοίχο.
  4. Σπυροβολώ, ντουφεκίζω: Έριξε στον αέρα.
  5. Σανατρέπω4, καθαιρώ: Έκαναν στάση για να ρίξουν το βασιλιά.
  6. Σεπιρρίπτω, χρεώνω2, φορτώνω3: Έριξαν σ' αυτόν όλο το φταίξιμο.
  7. Σμειώνω1, ελαττώνω, κατεβάζω7: Έριξαν πάλι τις τιμές. Ααυξάνω, ανεβάζω3
  8.  προφ. Σαδικώ1, εξαπατώ: Τον έριξαν στη μοιρασιά.
  9.  προφ. Σκαταφέρνω, τουμπάρω2 προφ., ψήνω3 προφ.: Με το πες πες με έριξε τελικά.
  10.  προφ. Σδίνω, κοπανάω4 προφ., τραβάω9 προφ.: Ρίξ' του μια κλοτσιά.
  11.  προφ. Σχαλάω12 προφ.: Η παρουσία του με ρίχνει. Αανεβάζω8 προφ., φτιάχνω6 προφ.

ρίχνομαι

  1. Σπηδάω5, βουτάω3: Ρίχτηκε στη θάλασσα.
  2. Σορμάω1, ξεχύνομαι: Ρίχτηκε κατά πάνω τους.
  3. Σπαρενοχλώ σεξουαλικά: Της ρίχτηκε ένας άγνωστος.
  4. Σστρώνομαι2: Ρίχτηκε στη μελέτη.

ΕΚΦ: ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα, ρίχνω κορόνα γράμματα, ρίχνω λάσπη, ρίχνω μπόι, ρίχνω ξύλο, ρίχνω πόντους, ρίχνω σπόντες, ρίχνω στ' αυτιά, ρίχνω στάχτη στα μάτια, ρίχνω στο φιλότιμο, ρίχνω το παιδί, ρίχνω φως, το ρίχνω έξω, το ρίχνω στην παλαβή, το ρίχνω στο σορολόπ


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.