Lexiscope: χαλαρός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

χα-λα-ρός

Morphology

χαλαρός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοχαλαρόςοιχαλαροί
Genitiveτουχαλαρούτωνχαλαρών
Accusativeτοχαλαρότουςχαλαρούς
Vocative χαλαρέ χαλαροί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηχαλαρήοιχαλαρές
Genitiveτηςχαλαρήςτωνχαλαρών
Accusativeτηχαλαρήτιςχαλαρές
Vocative χαλαρή χαλαρές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοχαλαρόταχαλαρά
Genitiveτουχαλαρούτωνχαλαρών
Accusativeτοχαλαρόταχαλαρά
Vocative χαλαρό χαλαρά

χαλαρότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοχαλαρότεροςοιχαλαρότεροι
Genitiveτουχαλαρότερουτωνχαλαρότερων
Accusativeτοχαλαρότεροτουςχαλαρότερους
Vocative χαλαρότερε χαλαρότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηχαλαρότερηοιχαλαρότερες
Genitiveτηςχαλαρότερηςτωνχαλαρότερων
Accusativeτηχαλαρότερητιςχαλαρότερες
Vocative χαλαρότερη χαλαρότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοχαλαρότεροταχαλαρότερα
Genitiveτουχαλαρότερουτωνχαλαρότερων
Accusativeτοχαλαρότεροταχαλαρότερα
Vocative χαλαρότερο χαλαρότερα

χαλαρότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοχαλαρότατοςοιχαλαρότατοι
Genitiveτουχαλαρότατουτωνχαλαρότατων
Accusativeτοχαλαρότατοτουςχαλαρότατους
Vocative χαλαρότατε χαλαρότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηχαλαρότατηοιχαλαρότατες
Genitiveτηςχαλαρότατηςτωνχαλαρότατων
Accusativeτηχαλαρότατητιςχαλαρότατες
Vocative χαλαρότατη χαλαρότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοχαλαρότατοταχαλαρότατα
Genitiveτουχαλαρότατουτωνχαλαρότατων
Accusativeτοχαλαρότατοταχαλαρότατα
Vocative χαλαρότατο χαλαρότατα

Synonyms - Antonyms

χαλαρός adj.

  1. Sλάσκος oral, μπόσικος oral, αγανός1 pop.: χαλαρό σκοινί Aτεντωμένος
  2. Sπλαδαρός1: χαλαρό δέρμα Aσφιχτός3, σφριγηλός2
  3. Sάτονος1, άνευρος: χαλαρός ρυθμός Aέντονος3, ζωηρός1
  4. Sάνετος5: Πολύ χαλαρό σε βλέπω! Aσφιγμένος
  5. Sεπιεικής, ελαστικός4: χαλαρή επιτήρηση Aαυστηρός1, ανεπιεικής
  6. Aστενός4, κοντινός4: χαλαρή σχέση
  7. Aπυκνός4, περιεκτικός2: χαλαρό ύφος

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.