Lexiscope: ελαστικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ε-λα-στι-κός

Morphology

ελαστικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοελαστικόςοιελαστικοί
Genitiveτουελαστικούτωνελαστικών
Accusativeτονελαστικότουςελαστικούς
Vocative ελαστικέ ελαστικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηελαστικήοιελαστικές
Genitiveτηςελαστικήςτωνελαστικών
Accusativeτηνελαστικήτιςελαστικές
Vocative ελαστική ελαστικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοελαστικόταελαστικά
Genitiveτουελαστικούτωνελαστικών
Accusativeτοελαστικόταελαστικά
Vocative ελαστικό ελαστικά

ελαστικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοελαστικότεροςοιελαστικότεροι
Genitiveτουελαστικότερουτωνελαστικότερων
Accusativeτονελαστικότεροτουςελαστικότερους
Vocative ελαστικότερε ελαστικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηελαστικότερηοιελαστικότερες
Genitiveτηςελαστικότερηςτωνελαστικότερων
Accusativeτηνελαστικότερητιςελαστικότερες
Vocative ελαστικότερη ελαστικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοελαστικότεροταελαστικότερα
Genitiveτουελαστικότερουτωνελαστικότερων
Accusativeτοελαστικότεροταελαστικότερα
Vocative ελαστικότερο ελαστικότερα

ελαστικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοελαστικότατοςοιελαστικότατοι
Genitiveτουελαστικότατουτωνελαστικότατων
Accusativeτονελαστικότατοτουςελαστικότατους
Vocative ελαστικότατε ελαστικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηελαστικότατηοιελαστικότατες
Genitiveτηςελαστικότατηςτωνελαστικότατων
Accusativeτηνελαστικότατητιςελαστικότατες
Vocative ελαστικότατη ελαστικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοελαστικότατοταελαστικότατα
Genitiveτουελαστικότατουτωνελαστικότατων
Accusativeτοελαστικότατοταελαστικότατα
Vocative ελαστικότατο ελαστικότατα

Synonyms - Antonyms

ελαστικός adj.

  1. Sλαστιχένιος1
  2. Sενδοτικός1 learn, υποχωρητικός
  3. Sδιαλλακτικός, μετριοπαθής Aαδιάλλακτος
  4. Sεπιεικής Aανελαστικός

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.