Lexiscope: φασιστικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

φα-σι-στι-κός

Morphology

φασιστικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοφασιστικόςοιφασιστικοί
Genitiveτουφασιστικούτωνφασιστικών
Accusativeτοφασιστικότουςφασιστικούς
Vocative φασιστικέ φασιστικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηφασιστικήοιφασιστικές
Genitiveτηςφασιστικήςτωνφασιστικών
Accusativeτηφασιστικήτιςφασιστικές
Vocative φασιστική φασιστικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοφασιστικόταφασιστικά
Genitiveτουφασιστικούτωνφασιστικών
Accusativeτοφασιστικόταφασιστικά
Vocative φασιστικό φασιστικά

φασιστικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοφασιστικότεροςοιφασιστικότεροι
Genitiveτουφασιστικότερουτωνφασιστικότερων
Accusativeτοφασιστικότεροτουςφασιστικότερους
Vocative φασιστικότερε φασιστικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηφασιστικότερηοιφασιστικότερες
Genitiveτηςφασιστικότερηςτωνφασιστικότερων
Accusativeτηφασιστικότερητιςφασιστικότερες
Vocative φασιστικότερη φασιστικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοφασιστικότεροταφασιστικότερα
Genitiveτουφασιστικότερουτωνφασιστικότερων
Accusativeτοφασιστικότεροταφασιστικότερα
Vocative φασιστικότερο φασιστικότερα

φασιστικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοφασιστικότατοςοιφασιστικότατοι
Genitiveτουφασιστικότατουτωνφασιστικότατων
Accusativeτοφασιστικότατοτουςφασιστικότατους
Vocative φασιστικότατε φασιστικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηφασιστικότατηοιφασιστικότατες
Genitiveτηςφασιστικότατηςτωνφασιστικότατων
Accusativeτηφασιστικότατητιςφασιστικότατες
Vocative φασιστικότατη φασιστικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοφασιστικότατοταφασιστικότατα
Genitiveτουφασιστικότατουτωνφασιστικότατων
Accusativeτοφασιστικότατοταφασιστικότατα
Vocative φασιστικότατο φασιστικότατα

Synonyms - Antonyms

φασιστικός adj.

  1. Sεθνικοσοσιαλιστικός, ναζιστικός1, χιτλερικός
  2. Sολοκληρωτικός2
  3. Sαυταρχικός1, δεσποτικός

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.