Lexiscope: αυταρχικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

αυ-ταρ-χι-κός

Morphology

αυταρχικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαυταρχικόςοιαυταρχικοί
Genitiveτουαυταρχικούτωναυταρχικών
Accusativeτοναυταρχικότουςαυταρχικούς
Vocative αυταρχικέ αυταρχικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαυταρχικήοιαυταρχικές
Genitiveτηςαυταρχικήςτωναυταρχικών
Accusativeτηναυταρχικήτιςαυταρχικές
Vocative αυταρχική αυταρχικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαυταρχικότααυταρχικά
Genitiveτουαυταρχικούτωναυταρχικών
Accusativeτοαυταρχικότααυταρχικά
Vocative αυταρχικό αυταρχικά

αυταρχικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαυταρχικότεροςοιαυταρχικότεροι
Genitiveτουαυταρχικότερουτωναυταρχικότερων
Accusativeτοναυταρχικότεροτουςαυταρχικότερους
Vocative αυταρχικότερε αυταρχικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαυταρχικότερηοιαυταρχικότερες
Genitiveτηςαυταρχικότερηςτωναυταρχικότερων
Accusativeτηναυταρχικότερητιςαυταρχικότερες
Vocative αυταρχικότερη αυταρχικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαυταρχικότεροτααυταρχικότερα
Genitiveτουαυταρχικότερουτωναυταρχικότερων
Accusativeτοαυταρχικότεροτααυταρχικότερα
Vocative αυταρχικότερο αυταρχικότερα

αυταρχικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαυταρχικότατοςοιαυταρχικότατοι
Genitiveτουαυταρχικότατουτωναυταρχικότατων
Accusativeτοναυταρχικότατοτουςαυταρχικότατους
Vocative αυταρχικότατε αυταρχικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαυταρχικότατηοιαυταρχικότατες
Genitiveτηςαυταρχικότατηςτωναυταρχικότατων
Accusativeτηναυταρχικότατητιςαυταρχικότατες
Vocative αυταρχικότατη αυταρχικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαυταρχικότατοτααυταρχικότατα
Genitiveτουαυταρχικότατουτωναυταρχικότατων
Accusativeτοαυταρχικότατοτααυταρχικότατα
Vocative αυταρχικότατο αυταρχικότατα

Synonyms - Antonyms

αυταρχικός adj.

  1. Sδεσποτικός, τυραννικός1
  2. Sδικτατορικός1, συγκεντρωτικός2: αυταρχικό καθεστώς

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.