Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
συ-γκε-ντρω-τι-κός
Morphology
συγκεντρωτικός adj.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | συγκεντρωτικός | οι | συγκεντρωτικοί |
Genitive | του | συγκεντρωτικού | των | συγκεντρωτικών |
Accusative | το | συγκεντρωτικό | τους | συγκεντρωτικούς |
Vocative | | συγκεντρωτικέ | | συγκεντρωτικοί |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | συγκεντρωτική | οι | συγκεντρωτικές |
Genitive | της | συγκεντρωτικής | των | συγκεντρωτικών |
Accusative | τη | συγκεντρωτική | τις | συγκεντρωτικές |
Vocative | | συγκεντρωτική | | συγκεντρωτικές |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | συγκεντρωτικό | τα | συγκεντρωτικά |
Genitive | του | συγκεντρωτικού | των | συγκεντρωτικών |
Accusative | το | συγκεντρωτικό | τα | συγκεντρωτικά |
Vocative | | συγκεντρωτικό | | συγκεντρωτικά |
|
συγκεντρωτικότερος adj. comp.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | συγκεντρωτικότερος | οι | συγκεντρωτικότεροι |
Genitive | του | συγκεντρωτικότερου | των | συγκεντρωτικότερων |
Accusative | το | συγκεντρωτικότερο | τους | συγκεντρωτικότερους |
Vocative | | συγκεντρωτικότερε | | συγκεντρωτικότεροι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | συγκεντρωτικότερη | οι | συγκεντρωτικότερες |
Genitive | της | συγκεντρωτικότερης | των | συγκεντρωτικότερων |
Accusative | τη | συγκεντρωτικότερη | τις | συγκεντρωτικότερες |
Vocative | | συγκεντρωτικότερη | | συγκεντρωτικότερες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | συγκεντρωτικότερο | τα | συγκεντρωτικότερα |
Genitive | του | συγκεντρωτικότερου | των | συγκεντρωτικότερων |
Accusative | το | συγκεντρωτικότερο | τα | συγκεντρωτικότερα |
Vocative | | συγκεντρωτικότερο | | συγκεντρωτικότερα |
|
συγκεντρωτικότατος adj. sup.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | συγκεντρωτικότατος | οι | συγκεντρωτικότατοι |
Genitive | του | συγκεντρωτικότατου | των | συγκεντρωτικότατων |
Accusative | το | συγκεντρωτικότατο | τους | συγκεντρωτικότατους |
Vocative | | συγκεντρωτικότατε | | συγκεντρωτικότατοι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | συγκεντρωτικότατη | οι | συγκεντρωτικότατες |
Genitive | της | συγκεντρωτικότατης | των | συγκεντρωτικότατων |
Accusative | τη | συγκεντρωτικότατη | τις | συγκεντρωτικότατες |
Vocative | | συγκεντρωτικότατη | | συγκεντρωτικότατες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | συγκεντρωτικότατο | τα | συγκεντρωτικότατα |
Genitive | του | συγκεντρωτικότατου | των | συγκεντρωτικότατων |
Accusative | το | συγκεντρωτικότατο | τα | συγκεντρωτικότατα |
Vocative | | συγκεντρωτικότατο | | συγκεντρωτικότατα |
|
Synonyms - Antonyms
συγκεντρωτικός adj.
- S: αθροιστικός: συγκεντρωτικά αποτελέσματα των εκλογών
- S: αυταρχικός2: συγκεντρωτικά καθεστώτα
6 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.