Lexiscope: τακτικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

τα-κτι-κός

Morphology

τακτικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοτακτικόςοιτακτικοί
Genitiveτουτακτικούτωντακτικών
Accusativeτοντακτικότουςτακτικούς
Vocative τακτικέ τακτικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeητακτικήοιτακτικές
Genitiveτηςτακτικήςτωντακτικών
Accusativeτηντακτικήτιςτακτικές
Vocative τακτική τακτικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοτακτικότατακτικά
Genitiveτουτακτικούτωντακτικών
Accusativeτοτακτικότατακτικά
Vocative τακτικό τακτικά

τακτικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοτακτικότεροςοιτακτικότεροι
Genitiveτουτακτικότερουτωντακτικότερων
Accusativeτοντακτικότεροτουςτακτικότερους
Vocative τακτικότερε τακτικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeητακτικότερηοιτακτικότερες
Genitiveτηςτακτικότερηςτωντακτικότερων
Accusativeτηντακτικότερητιςτακτικότερες
Vocative τακτικότερη τακτικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοτακτικότεροτατακτικότερα
Genitiveτουτακτικότερουτωντακτικότερων
Accusativeτοτακτικότεροτατακτικότερα
Vocative τακτικότερο τακτικότερα

τακτικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοτακτικότατοςοιτακτικότατοι
Genitiveτουτακτικότατουτωντακτικότατων
Accusativeτοντακτικότατοτουςτακτικότατους
Vocative τακτικότατε τακτικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeητακτικότατηοιτακτικότατες
Genitiveτηςτακτικότατηςτωντακτικότατων
Accusativeτηντακτικότατητιςτακτικότατες
Vocative τακτικότατη τακτικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοτακτικότατοτατακτικότατα
Genitiveτουτακτικότατουτωντακτικότατων
Accusativeτοτακτικότατοτατακτικότατα
Vocative τακτικότατο τακτικότατα

Synonyms - Antonyms

τακτικός adj.

  1. Aακατάστατος1
  2. Sσυνηθισμένος1, καθιερωμένος1: τακτικός περίπατος
  3. Sπρογραμματισμένος: τακτική συνέλευση Aέκτακτος1
  4. Sμόνιμος2: τακτικό μέλος Aέκτακτος2, προσωρινός2
  5. Sακριβής6: τακτικός στο ραντεβού

τακτικοί

Sσυχνοί, πυκνοί: τακτικές επαφές


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.