Lexiscope: προγραμματισμένος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

προ-γραμ-μα-τι-σμέ-νος

Morphology

προγραμματίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπρογραμματίζωπρογραμματίζουμε & προγραμματίζομε dial.
2ndπρογραμματίζειςπρογραμματίζετε
3rdπρογραμματίζειπρογραμματίζουν & προγραμματίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndπρογραμμάτιζεπρογραμματίζετε
Present-Participleπρογραμματίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπρογραμμάτισαπρογραμματίσαμε
2ndπρογραμμάτισεςπρογραμματίσατε
3rdπρογραμμάτισεπρογραμμάτισαν & προγραμματίσαν oral. & προγραμματίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπρογραμματίσωπρογραμματίσουμε & προγραμματίσομε dial.
2ndπρογραμματίσειςπρογραμματίσετε
3rdπρογραμματίσειπρογραμματίσουν & προγραμματίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπρογραμμάτισεπρογραμματίσετε & προγραμματίστε
Simple past-Infinitiveπρογραμματίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπρογραμμάτιζαπρογραμματίζαμε
2ndπρογραμμάτιζεςπρογραμματίζατε
3rdπρογραμμάτιζεπρογραμμάτιζαν & προγραμματίζαν oral. & προγραμματίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπρογραμματίζομαιπρογραμματιζόμαστε
2ndπρογραμματίζεσαιπρογραμματίζεστε & προγραμματιζόσαστε oral.
3rdπρογραμματίζεταιπρογραμματίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndπρογραμματίζεστε
Present-Participleπρογραμματιζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπρογραμματίστηκα & προγραμματίσθηκα learn. προγραμματιστήκαμε & προγραμματισθήκαμε learn.
2ndπρογραμματίστηκες & προγραμματίσθηκες learn. προγραμματιστήκατε & προγραμματισθήκατε learn.
3rdπρογραμματίστηκε & προγραμματίσθηκε learn. προγραμματίστηκαν & προγραμματίσθηκαν learn. & προγραμματιστήκαν oral. & προγραμματιστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπρογραμματιστώ & προγραμματισθώ learn. προγραμματιστούμε & προγραμματισθούμε learn.
2ndπρογραμματιστείς & προγραμματισθείς learn. προγραμματιστείτε & προγραμματισθείτε learn.
3rdπρογραμματιστεί & προγραμματισθεί learn. προγραμματιστούν & προγραμματισθούν learn. & προγραμματισθούνε learn. & προγραμματιστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπρογραμματίσουπρογραμματιστείτε & προγραμματισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveπρογραμματιστεί & προγραμματισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπρογραμματιζόμουν & προγραμματιζόμουνα oral. προγραμματιζόμασταν & προγραμματιζόμαστε
2ndπρογραμματιζόσουν & προγραμματιζόσουνα oral. προγραμματιζόσασταν & προγραμματιζόσαστε oral.
3rdπρογραμματιζόταν & προγραμματιζότανε oral. προγραμματίζονταν & προγραμματιζόντανε oral. & προγραμματιζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleπρογραμματισμένος

προγραμματισμένος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπρογραμματισμένοςοιπρογραμματισμένοι
Genitiveτουπρογραμματισμένουτωνπρογραμματισμένων
Accusativeτονπρογραμματισμένοτουςπρογραμματισμένους
Vocative προγραμματισμένε προγραμματισμένοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπρογραμματισμένηοιπρογραμματισμένες
Genitiveτηςπρογραμματισμένηςτωνπρογραμματισμένων
Accusativeτηνπρογραμματισμένητιςπρογραμματισμένες
Vocative προγραμματισμένη προγραμματισμένες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπρογραμματισμένοταπρογραμματισμένα
Genitiveτουπρογραμματισμένουτωνπρογραμματισμένων
Accusativeτοπρογραμματισμένοταπρογραμματισμένα
Vocative προγραμματισμένο προγραμματισμένα

Synonyms - Antonyms

προγραμματίζω v.

  1. Sσχεδιάζω3: Προγραμματίζουμε εκδρομή.
  2. Sρυθμίζω1: Προγραμμάτισα το πλυντήριο για λίγα ρούχα.

προγραμματισμένος adj.

Sοργανωμένος Aαπρογραμμάτιστος2


4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.