Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
συ-νο-πτι-κός
Morphology
συνοπτικός adj.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | συνοπτικός | οι | συνοπτικοί |
Genitive | του | συνοπτικού | των | συνοπτικών |
Accusative | το | συνοπτικό | τους | συνοπτικούς |
Vocative | | συνοπτικέ | | συνοπτικοί |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | συνοπτική | οι | συνοπτικές |
Genitive | της | συνοπτικής | των | συνοπτικών |
Accusative | τη | συνοπτική | τις | συνοπτικές |
Vocative | | συνοπτική | | συνοπτικές |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | συνοπτικό | τα | συνοπτικά |
Genitive | του | συνοπτικού | των | συνοπτικών |
Accusative | το | συνοπτικό | τα | συνοπτικά |
Vocative | | συνοπτικό | | συνοπτικά |
|
συνοπτικότερος adj. comp.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | συνοπτικότερος | οι | συνοπτικότεροι |
Genitive | του | συνοπτικότερου | των | συνοπτικότερων |
Accusative | το | συνοπτικότερο | τους | συνοπτικότερους |
Vocative | | συνοπτικότερε | | συνοπτικότεροι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | συνοπτικότερη | οι | συνοπτικότερες |
Genitive | της | συνοπτικότερης | των | συνοπτικότερων |
Accusative | τη | συνοπτικότερη | τις | συνοπτικότερες |
Vocative | | συνοπτικότερη | | συνοπτικότερες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | συνοπτικότερο | τα | συνοπτικότερα |
Genitive | του | συνοπτικότερου | των | συνοπτικότερων |
Accusative | το | συνοπτικότερο | τα | συνοπτικότερα |
Vocative | | συνοπτικότερο | | συνοπτικότερα |
|
συνοπτικότατος adj. sup.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | συνοπτικότατος | οι | συνοπτικότατοι |
Genitive | του | συνοπτικότατου | των | συνοπτικότατων |
Accusative | το | συνοπτικότατο | τους | συνοπτικότατους |
Vocative | | συνοπτικότατε | | συνοπτικότατοι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | συνοπτικότατη | οι | συνοπτικότατες |
Genitive | της | συνοπτικότατης | των | συνοπτικότατων |
Accusative | τη | συνοπτικότατη | τις | συνοπτικότατες |
Vocative | | συνοπτικότατη | | συνοπτικότατες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | συνοπτικότατο | τα | συνοπτικότατα |
Genitive | του | συνοπτικότατου | των | συνοπτικότατων |
Accusative | το | συνοπτικότατο | τα | συνοπτικότατα |
Vocative | | συνοπτικότατο | | συνοπτικότατα |
|
Synonyms - Antonyms
συνοπτικός adj.
S: ευσύνοπτος, συγκεφαλαιωτικός, περιληπτικός A: αναλυτικός2
4 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.