Lexiscope: συμμερίζομαι

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

συμ-με-ρί-ζο-μαι

Morphology

συμμερίζομαι v. passive only

PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stσυμμερίζομαισυμμεριζόμαστε
2ndσυμμερίζεσαισυμμερίζεστε & συμμεριζόσαστε oral.
3rdσυμμερίζεταισυμμερίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndσυμμερίζεστε
Present-Participleσυμμεριζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stσυμμερίστηκα & συμμερίσθηκα learn. συμμεριστήκαμε & συμμερισθήκαμε learn.
2ndσυμμερίστηκες & συμμερίσθηκες learn. συμμεριστήκατε & συμμερισθήκατε learn.
3rdσυμμερίστηκε & συμμερίσθηκε learn. συμμερίστηκαν & συμμερίσθηκαν learn. & συμμεριστήκαν oral. & συμμεριστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stσυμμεριστώ & συμμερισθώ learn. συμμεριστούμε & συμμερισθούμε learn.
2ndσυμμεριστείς & συμμερισθείς learn. συμμεριστείτε & συμμερισθείτε learn.
3rdσυμμεριστεί & συμμερισθεί learn. συμμεριστούν & συμμερισθούν learn. & συμμερισθούνε learn. & συμμεριστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndσυμμερίσουσυμμεριστείτε & συμμερισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveσυμμεριστεί & συμμερισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stσυμμεριζόμουν & συμμεριζόμουνα oral. συμμεριζόμασταν & συμμεριζόμαστε
2ndσυμμεριζόσουν & συμμεριζόσουνα oral. συμμεριζόσασταν & συμμεριζόσαστε oral.
3rdσυμμεριζόταν & συμμεριζότανε oral. συμμερίζονταν & συμμεριζόντανε oral. & συμμεριζόντουσαν oral.

Synonyms - Antonyms

συμμερίζομαι v.

  1. Sκατανοώ3, καταλαβαίνω5, δείχνω κατανόηση: Συμμερίζομαι τους φόβους σου.
  2. Sσυμμετέχω3: Συμμερίζομαι τη χαρά της.
  3. Sσυμφωνώ1, ομοφρονώ: Την άποψη αυτή συμμερίζεται και το 37,8% των οπαδών της Αριστεράς.

7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.