Lexiscope: ομοφρονώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ο-μο-φρο-νώ

Morphology

ομοφρονώ v. active only

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stομοφρονώομοφρονούμε
2ndομοφρονείςομοφρονείτε
3rdομοφρονείομοφρονούν & ομοφρονούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndομοφρονείτε
Present-Participleομοφρονώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stομοφρόνησαομοφρονήσαμε
2ndομοφρόνησεςομοφρονήσατε
3rdομοφρόνησεομοφρόνησαν & ομοφρονήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stομοφρονήσωομοφρονήσουμε & ομοφρονήσομε dial.
2ndομοφρονήσειςομοφρονήσετε
3rdομοφρονήσειομοφρονήσουν & ομοφρονήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndομοφρόνησεομοφρονήσετε & ομοφρονήστε
Simple past-Infinitiveομοφρονήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stομοφρονούσαομοφρονούσαμε
2ndομοφρονούσεςομοφρονούσατε
3rdομοφρονούσεομοφρονούσαν & ομοφρονούσανε oral.

Synonyms - Antonyms

ομοφρονώ v.

Sσυμφωνώ1, ομογνωμώ

Προθήματα - Επιθήματα

ομο- [omo]

ομό- [omó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
ομ- [om] και όμ- [óm] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το αρχαίο επίθετο ομός (= κοινός).

1. Όμοιο ή κοινό

Το ομο- είναι λόγιας προέλευσης και σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι δύο ή περισσότερα πράγματα είναι ίδια ως προς κάποιο χαρακτηριστικό τους ή ότι μοιράζονται το ίδιο στοιχείο. Για παράδειγμα, ομογλωσσία μέσα σε μία κοινότητα σημαίνει ότι όλοι μιλούν την ίδια γλώσσα· δύο κύκλοι είναι ομόκεντροι όταν έχουν το ίδιο κέντρο.

ομογένεια

όμαιμος, -η, -ο

ομογνωμώ

ομοθυμαδόν

ομογλωσσία

ομογάστριος, -α, -ο

ομονοώ

ομοδικία

ομογενής, -ής, -ές

ομοφρονώ

ομοϊδεάτης (θηλ. -ισσα)

ομόγλωσσος, -η, -ο

ομοφωνώ

ομόνοια

ομόγραφος, -η, -ο

ομοσπονδία

ομόδοξος, -η, -ο

ομοψηφία

ομόηχος, -η, -ο

ομωνυμία (γλωσσ.)

ομόθρησκος, -η, -ο

ομόκεντρος, -η, -ο

ομομήτριος, -α, -ο

ομοούσιος, -α, -ο

ομόρρυθμος, -η, -ο (νομ.)

ομότεχνος, -η, -ο

ομοτράπεζος, -η, -ο

ομόφυλος, -η, -ο

ομοφυλόφιλος, -η, -ο

ομόφωνος, -η, -ο

ομόχρονος, -η, -ο

ομόψυχος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Σε ορισμένες λέξεις, το ομο- αναφέρεται στους ομοφυλόφιλους.

ομοφοβία

ομοφοβικός, -ή, -ό

Η λέξη ομοβροντία δηλώνει τα ταυτόχρονα πολλαπλά πυρά ή κατηγορίες εναντίον κάποιου.

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. ταυτο-* (π.χ. ομόχρονος - ταυτόχρονος).

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το ετερο-* (π.χ. ομόχρονοςετερόχρονος) ή με το αλλο-* (π.χ. ομόθρησκοςαλλόθρησκος).

-φρον-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φρον- ή -φρων αναφέρονται στα φρονήματα, στις πεποιθήσεις ή στη συμπεριφορά κάποιου.Το συστατικό -φρον- προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό φρην (= νους, μυαλό). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-φρονώ [fronó]

Για παράδειγμα, όταν κάποιος παραφρονεί χάνει τα λογικά του, τρελαίνεται, ενώ όταν περιφρονούμε κάτι θεωρούμε ότι δεν αξίζει, δεν το εκτιμάμε.

αλλοφρονώ, καταφρονώ, ομοφρονώ, παραφρονώ, περιφρονώ, σωφρονώ (και συχνότερα σωφρονίζω), υψηλοφρονώ, φιλοφρονώ

Ουσιαστικά

-φρόνηση [frónisi]

Για παράδειγμα, η περιφρόνηση είναι η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περιφρονώ.

καταφρόνηση, παραφρόνηση, περιφρόνηση, φιλοφρόνηση

✔ Εξαίρεση αποτελεί ο σωφρονισμός (σε -ισμός*) που είναι η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σωφρονίζω.

Επίθετα

-φρονας [frοnas] και -φρων [fron], -φρων, -φρον

Για παράδειγμα, ο ταπεινόφρων έχει ταπεινή ιδέα για τον εαυτό του, ενώ ο μεγαλόφρων μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.

αλλόφρων, βασιλόφρων, γενναιόφρων, εθνικόφρων, μετριόφρων, νομιμόφρων, παράφρων, σώφρων, ταπεινόφρων, υψηλόφρων

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.