Lexiscope: ρομαντικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ρο-μα-ντι-κός

Morphology

ρομαντικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeορομαντικόςοιρομαντικοί
Genitiveτουρομαντικούτωνρομαντικών
Accusativeτορομαντικότουςρομαντικούς
Vocative ρομαντικέ ρομαντικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηρομαντικήοιρομαντικές
Genitiveτηςρομαντικήςτωνρομαντικών
Accusativeτηρομαντικήτιςρομαντικές
Vocative ρομαντική ρομαντικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτορομαντικόταρομαντικά
Genitiveτουρομαντικούτωνρομαντικών
Accusativeτορομαντικόταρομαντικά
Vocative ρομαντικό ρομαντικά

ρομαντικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeορομαντικότεροςοιρομαντικότεροι
Genitiveτουρομαντικότερουτωνρομαντικότερων
Accusativeτορομαντικότεροτουςρομαντικότερους
Vocative ρομαντικότερε ρομαντικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηρομαντικότερηοιρομαντικότερες
Genitiveτηςρομαντικότερηςτωνρομαντικότερων
Accusativeτηρομαντικότερητιςρομαντικότερες
Vocative ρομαντικότερη ρομαντικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτορομαντικότεροταρομαντικότερα
Genitiveτουρομαντικότερουτωνρομαντικότερων
Accusativeτορομαντικότεροταρομαντικότερα
Vocative ρομαντικότερο ρομαντικότερα

ρομαντικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeορομαντικότατοςοιρομαντικότατοι
Genitiveτουρομαντικότατουτωνρομαντικότατων
Accusativeτορομαντικότατοτουςρομαντικότατους
Vocative ρομαντικότατε ρομαντικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηρομαντικότατηοιρομαντικότατες
Genitiveτηςρομαντικότατηςτωνρομαντικότατων
Accusativeτηρομαντικότατητιςρομαντικότατες
Vocative ρομαντικότατη ρομαντικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτορομαντικότατοταρομαντικότατα
Genitiveτουρομαντικότατουτωνρομαντικότατων
Accusativeτορομαντικότατοταρομαντικότατα
Vocative ρομαντικότατο ρομαντικότατα

Synonyms - Antonyms

ρομαντικός adj.

  1. Sονειροπόλος2
  2. Sουτοπικός, ανεδαφικός: ρομαντική άποψη
  3. Sερωτικός: ρομαντική ιστορία

1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.