Lexiscope: ερωτικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ε-ρω-τι-κός

Morphology

ερωτικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοερωτικόςοιερωτικοί
Genitiveτουερωτικούτωνερωτικών
Accusativeτονερωτικότουςερωτικούς
Vocative ερωτικέ ερωτικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηερωτικήοιερωτικές
Genitiveτηςερωτικήςτωνερωτικών
Accusativeτηνερωτικήτιςερωτικές
Vocative ερωτική ερωτικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοερωτικόταερωτικά
Genitiveτουερωτικούτωνερωτικών
Accusativeτοερωτικόταερωτικά
Vocative ερωτικό ερωτικά

ερωτικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοερωτικότεροςοιερωτικότεροι
Genitiveτουερωτικότερουτωνερωτικότερων
Accusativeτονερωτικότεροτουςερωτικότερους
Vocative ερωτικότερε ερωτικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηερωτικότερηοιερωτικότερες
Genitiveτηςερωτικότερηςτωνερωτικότερων
Accusativeτηνερωτικότερητιςερωτικότερες
Vocative ερωτικότερη ερωτικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοερωτικότεροταερωτικότερα
Genitiveτουερωτικότερουτωνερωτικότερων
Accusativeτοερωτικότεροταερωτικότερα
Vocative ερωτικότερο ερωτικότερα

ερωτικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοερωτικότατοςοιερωτικότατοι
Genitiveτουερωτικότατουτωνερωτικότατων
Accusativeτονερωτικότατοτουςερωτικότατους
Vocative ερωτικότατε ερωτικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηερωτικότατηοιερωτικότατες
Genitiveτηςερωτικότατηςτωνερωτικότατων
Accusativeτηνερωτικότατητιςερωτικότατες
Vocative ερωτικότατη ερωτικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοερωτικότατοταερωτικότατα
Genitiveτουερωτικότατουτωνερωτικότατων
Accusativeτοερωτικότατοταερωτικότατα
Vocative ερωτικότατο ερωτικότατα

Synonyms - Antonyms

ερωτικός adj.

  1. Sαισθηματικός: ερωτική επιστολή
  2. Sαισθησιακός, ερεθιστικός2: ερωτικό άρωμα
  3. Sσεξουαλικός2

7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.