Lexiscope: προστατεύω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

προ-στα-τεύ-ω

Morphology

προστατεύω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπροστατεύωπροστατεύουμε & προστατεύομε dial.
2ndπροστατεύειςπροστατεύετε
3rdπροστατεύειπροστατεύουν & προστατεύουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndπροστάτευεπροστατεύετε
Present-Participleπροστατεύοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπροστάτευσα & προστάτεψα oral. προστατεύσαμε & προστατέψαμε oral.
2ndπροστάτευσες & προστάτεψες oral. προστατεύσατε & προστατέψατε oral.
3rdπροστάτευσε & προστάτεψε oral. προστάτευσαν & προστάτεψαν oral. & προστατέψαν oral. & προστατέψανε oral. & προστατεύσαν oral. & προστατεύσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπροστατεύσω & προστατέψω oral. προστατεύσουμε & προστατέψομε oral. & προστατέψουμε oral. & προστατεύσομε dial.
2ndπροστατεύσεις & προστατέψεις oral. προστατεύσετε & προστατέψετε oral.
3rdπροστατεύσει & προστατέψει oral. προστατεύσουν & προστατέψουν oral. & προστατέψουνε oral. & προστατεύσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπροστάτευσε & προστάτεψε oral. προστατέψτε & προστατεύσετε & προστατεύστε & προστατεύτε oral.
Simple past-Infinitiveπροστατεύσει & προστατέψει oral.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπροστάτευαπροστατεύαμε
2ndπροστάτευεςπροστατεύατε
3rdπροστάτευεπροστάτευαν & προστατεύαν oral. & προστατεύανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπροστατεύομαιπροστατευόμαστε
2ndπροστατεύεσαιπροστατεύεστε & προστατευόσαστε oral.
3rdπροστατεύεταιπροστατεύονται
Present-Imperative
Plural
2ndπροστατεύεστε
Present-Participleπροστατευόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπροστατεύτηκα & προστατεύθηκα learn. προστατευτήκαμε & προστατευθήκαμε learn.
2ndπροστατεύτηκες & προστατεύθηκες learn. προστατευτήκατε & προστατευθήκατε learn.
3rdπροστατεύτηκε & προστατεύθηκε learn. προστατεύτηκαν & προστατεύθηκαν learn. & προστατευτήκαν oral. & προστατευτήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπροστατευτώ & προστατευθώ learn. προστατευτούμε & προστατευθούμε learn.
2ndπροστατευτείς & προστατευθείς learn. προστατευτείτε & προστατευθείτε learn.
3rdπροστατευτεί & προστατευθεί learn. προστατευτούν & προστατευθούν learn. & προστατευθούνε learn. & προστατευτούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπροστατεύσου & προστατέψου oral. προστατευτείτε & προστατευθείτε learn.
Simple past-Infinitiveπροστατευτεί & προστατευθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπροστατευόμουν & προστατευόμουνα oral. προστατευόμασταν & προστατευόμαστε
2ndπροστατευόσουν & προστατευόσουνα oral. προστατευόσασταν & προστατευόσαστε oral.
3rdπροστατευόταν & προστατευότανε oral. προστατεύονταν & προστατευόντανε oral. & προστατευόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleπροστατευμένος

Synonyms - Antonyms

προστατεύω v.

  1. Sπροφυλάσσω
  2. Sπεριφρουρώ2, προασπίζω, υπερασπίζομαι1
  3. Sενισχύω3, στηρίζω4, υποστηρίζω2

7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.