Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
υ-πο-στη-ρί-ζω
Morphology
υποστηρίζω v.
ACTIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | υποστηρίζω | υποστηρίζουμε & υποστηρίζομε dial. |
2nd | υποστηρίζεις | υποστηρίζετε |
3rd | υποστηρίζει | υποστηρίζουν & υποστηρίζουνε oral. |
|
Present-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | υποστήριζε | υποστηρίζετε |
|
Present-Participle | υποστηρίζοντας |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | υποστήριξα | υποστηρίξαμε |
2nd | υποστήριξες | υποστηρίξατε |
3rd | υποστήριξε | υποστήριξαν & υποστηρίξαν oral. & υποστηρίξανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | υποστηρίξω | υποστηρίξουμε & υποστηρίξομε dial. |
2nd | υποστηρίξεις | υποστηρίξετε |
3rd | υποστηρίξει | υποστηρίξουν & υποστηρίξουνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | υποστήριξε | υποστηρίξετε & υποστηρίξτε |
|
Simple past-Infinitive | υποστηρίξει |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | υποστήριζα | υποστηρίζαμε |
2nd | υποστήριζες | υποστηρίζατε |
3rd | υποστήριζε | υποστήριζαν |
|
PASSIVE VOICE |
Present-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | υποστηρίζομαι | υποστηριζόμαστε |
2nd | υποστηρίζεσαι | υποστηρίζεστε & υποστηριζόσαστε oral. |
3rd | υποστηρίζεται | υποστηρίζονται |
|
Present-Imperative |
|
Present-Participle | υποστηριζόμενος |
Simple past-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | υποστηρίχτηκα & υποστηρίχθηκα learn. | υποστηριχτήκαμε & υποστηριχθήκαμε learn. |
2nd | υποστηρίχτηκες & υποστηρίχθηκες learn. | υποστηριχτήκατε & υποστηριχθήκατε learn. |
3rd | υποστηρίχτηκε & υποστηρίχθηκε learn. | υποστηρίχτηκαν & υποστηρίχθηκαν learn. & υποστηριχτήκαν oral. & υποστηριχτήκανε oral. |
|
Simple past-Subjunctive |
| Singular | Plural |
1st | υποστηριχτώ & υποστηριχθώ learn. | υποστηριχτούμε & υποστηριχθούμε learn. |
2nd | υποστηριχτείς & υποστηριχθείς learn. | υποστηριχτείτε & υποστηριχθείτε learn. |
3rd | υποστηριχτεί & υποστηριχθεί learn. | υποστηριχτούν & υποστηριχθούν learn. & υποστηριχθούνε learn. & υποστηριχτούνε oral. |
|
Simple past-Imperative |
| Singular | Plural |
2nd | υποστηρίξου | υποστηριχτείτε & υποστηριχθείτε learn. |
|
Simple past-Infinitive | υποστηριχτεί & υποστηριχθεί learn. |
Imperfect-Indicative |
| Singular | Plural |
1st | υποστηριζόμουν & υποστηριζόμουνα oral. | υποστηριζόμασταν & υποστηριζόμαστε |
2nd | υποστηριζόσουν & υποστηριζόσουνα oral. | υποστηριζόσασταν & υποστηριζόσαστε oral. |
3rd | υποστηριζόταν & υποστηριζότανε oral. | υποστηρίζονταν & υποστηριζόντανε oral. & υποστηριζόντουσαν oral. |
|
Present Perfect-Participle | υποστηριγμένος |
Synonyms - Antonyms
υποστηρίζω v.
- S: υποβαστάζω: Κολόνες υποστηρίζουν τη στέγη.
- S: συμπαραστέκομαι, βοηθάω4, ενισχύω3: Με υποστήριξε στις σπουδές μου.
- S: υπερασπίζομαι2, παίρνω το μέρος: Θα σε υποστηρίξω στο δικαστήριο.
- S: είμαι οπαδός: Ποια ομάδα υποστηρίζεις;
- S: ισχυρίζομαι, διατείνομαι learn: Υποστηρίζει ότι είναι αμέτοχος.
2 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.