Lexiscope: πληροφορώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πλη-ρο-φο-ρώ

Morphology

πληροφορώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπληροφορώπληροφορούμε
2ndπληροφορείςπληροφορείτε
3rdπληροφορείπληροφορούν & πληροφορούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndπληροφορείτε
Present-Participleπληροφορώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπληροφόρησαπληροφορήσαμε
2ndπληροφόρησεςπληροφορήσατε
3rdπληροφόρησεπληροφόρησαν & πληροφορήσαν oral. & πληροφορήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπληροφορήσωπληροφορήσουμε & πληροφορήσομε dial.
2ndπληροφορήσειςπληροφορήσετε
3rdπληροφορήσειπληροφορήσουν & πληροφορήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπληροφόρησεπληροφορήσετε & πληροφορήστε
Simple past-Infinitiveπληροφορήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπληροφορούσαπληροφορούσαμε
2ndπληροφορούσεςπληροφορούσατε
3rdπληροφορούσεπληροφορούσαν & πληροφορούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπληροφορούμαιπληροφορούμαστε oral.
2ndπληροφορείσαιπληροφορείστε
3rdπληροφορείταιπληροφορούνται
Present-Imperative
Plural
2ndπληροφορείστε
Present-Participleπληροφορούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπληροφορήθηκαπληροφορηθήκαμε
2ndπληροφορήθηκεςπληροφορηθήκατε
3rdπληροφορήθηκεπληροφορήθηκαν & πληροφορηθήκαν oral. & πληροφορηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπληροφορηθώπληροφορηθούμε
2ndπληροφορηθείςπληροφορηθείτε
3rdπληροφορηθείπληροφορηθούν & πληροφορηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπληροφορήσουπληροφορηθείτε
Simple past-Infinitiveπληροφορηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπληροφορούμουν oral. πληροφορούμασταν oral. & πληροφορούμαστε oral.
2nd------
3rdπληροφορείτο learn. & πληροφορούνταν oral. πληροφορούντο learn. & πληροφορούνταν oral.
Present Perfect-Participleπληροφορημένος

Synonyms - Antonyms

πληροφορώ v.

Sενημερώνω1, κατατοπίζω2, ειδοποιώ1, λέω7: Σας πληροφορούμε ότι θα γίνει διακοπή ρεύματος.

Προθήματα - Επιθήματα

-φορ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φορ- αναφέρονται σε κάποιον που φέρνει ή κουβαλάει κάτι.Το συστατικό -φορ- προέρχεται από το ρήμα φέρω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-φορώ [foró]

Για παράδειγμα, όταν δίνουμε τίτλο σε ένα βιβλίο ή ένα έργο, το τιτλοφορούμε.

ανθοφορώ, δυσφορώ, καρποφορώ, κυκλοφορώ, κυοφορώ, οπλοφορώ, παρασημοφορώ, πληροφορώ, τελεσφορώ, τιτλοφορώ

Ουσιαστικά

-φορέας [foréas]

Για παράδειγμα, ο τραυματιοφορέας μεταφέρει με φορείο τραυματίες ή ασθενείς.

αερομεταφορέας, επαναφορέας (για σκύλο), μεταφορέας, τραυματιοφορέας, υδροφορέας (γεωλ.)

-φόρηση [fórisi]

Για παράδειγμα, η παρασημοφόρηση είναι η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρασημοφορώ.

αποσυμφόρηση, ηλεκτροφόρηση (φυσ.), ιοντοφόρηση (ιατρ.), παρασημοφόρηση, πληροφόρηση, συμφόρηση, τελεσφόρηση, τιτλοφόρηση

-φορία [foría]

Για παράδειγμα, η κερδοφορία μιας επιχείρησης είναι να αποδίδει κέρδος, ενώ η εποχή της ανθοφορίας ενός φυτού είναι η εποχή που ανθίζει.

αειφορία, ανθοφορία, δυσφορία, ευφορία, καρποφορία, κερδοφορία, κυκλοφορία, κυοφορία, λαμπαδηφορία, οπλοφορία, παρασημοφορία, πικετοφορία, πληροφορία, σταυροφορία, ψηφοφορία

-φορος [foros]

Για παράδειγμα, ανήφορος είναι ο δρόμος που έχει κλίση προς τα πάνω.

ανήφορος, κατήφορος, φώσφορος (χημ.)

-φόρος [fóros]

Για παράδειγμα, ο σημαιοφόρος κρατάει τη σημαία στην παρέλαση, ενώ ο μασκοφόρος φοράει μάσκα στο πρόσωπό του.

αγγελιοφόρος, αχθοφόρος, βαθμοφόρος, γενειοφόρος, διοπτροφόρος, δορυφόρος, Εωσφόρος, κονδυλοφόρος, κουκουλοφόρος, μασκοφόρος, μισθοφόρος, οπλοφόρος, ρασοφόρος, ροπαλοφόρος, σημαιοφόρος, σταυροφόρος, τυφεκιοφόρος, ψηφοφόρος

✔ Λιγότερα είναι τα θηλυκά ουσιαστικά σε -φόρος.

ζωοφόρος / ζωφόρος (αρχιτ.), λεωφόρος, λουτροφόρος (αρχαιολ.), σκευοφόρος, χοηφόρος

Επίθετα

-φορικός [forikós], -φορική, -φορικό

Για παράδειγμα, η δορυφορική τηλεόραση εκπέμπει σήμα μέσω δορυφόρου.

αναφορικός, ανηφορικός, δορυφορικός, κατηφορικός, κυκλοφορικός, μεταφορικός, πληροφορικός, προφορικός

-φορος [foros], -φορη, -φορο

Για παράδειγμα, κάτι είναι ανυπόφορο όταν δεν υποφέρεται, ενώ η γη είναι εύφορη όταν δίνει, παράγει πολλούς καρπούς.

αδιάφορος, ανυπόφορος, ασύμφορος, ατελέσφορος, δίφορος, εύφορος, παράφορος, πρόσφορος

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το συστατικό -φωρ- που εμφανίζεται στις λέξεις αυτόφωρο και κατάφωρος, το οποίο ανάγεται στην αρχαιοελληνική λέξη φωρ (= κλέφτης).

-φόρος [fóros], -φόρα, -φόρο

Για παράδειγμα, ένα θανατηφόρο τραύμα επιφέρει θάνατο, ενώ τα ηλεκτροφόρα καλώδια μεταφέρουν ηλεκτρικό ρεύμα.

ανθοφόρος, απορριμματοφόρος, ελικοφόρος, ελπιδοφόρος, ηλεκτροφόρος, θανατηφόρος, ιστιοφόρος, καρποφόρος, κερδοφόρος, κωνοφόρος, λαχειοφόρος, μυροφόρος, νικηφόρος, οπωροφόρος, προσοδοφόρος, τροπαιοφόρος, υδροφόρος

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά (π.χ. ιστιοφόρο, λαχειοφόρος).

✔ Η λέξη ασθενοφόρο είναι ουσιαστικό.


10 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.